top of page
Αναζήτηση
Ευσταθία Δήμου

Ανταύγεια χρόνων παιδικών και άλλα ποιήματα | Δημήτρης Κονιδάρης

Η νέα ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κονιδάρη έρχεται για να εμπλουτίσει μια ποιητική παράδοση που διαμορφώθηκε θεματικά γύρω από το γήρας με τις πολλές και ποικίλες συνιστώσες του. Ο χαρακτηρισμός «ποίηση του γήρατος» παραπέμπει, βέβαια, ευθέως στον Κ. Π. Καβάφη, ο οποίος μάλιστα είχε αυτοχαρακτηριστεί «ποιητής του γήρατος», μπορεί όμως κάλλιστα να βρει εφαρμογή και στην περίπτωση του Κονιδάρη, στον οποίο ωστόσο προσλαμβάνει άλλες διαστάσεις και άλλο περιεχόμενο. Γιατί αυτό που προεξάρχει στην ποίηση του Κονιδάρη δεν είναι η οδύνη μπροστά στην επέλαση των γηρατειών, όπως συμβαίνει στον Αλεξανδρινό, αλλά μια διάθεση απαντοχής τους, μια απόπειρα συμφιλίωσης και, εν τέλει, μια κίνηση υπεράσπισής τους.

Η συλλογή φέρει τον τίτλο Ανταύγεια χρόνων παιδικών, αλλά, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αποτελείται από ποιήματα που διερευνούν και αποτυπώνουν την πραγματικότητα των γηρα­τειών, όπως την αντιλαμβάνεται ο ποιητής σε συνάρτηση όχι μόνο με τον εαυτό του, αλλά και με τους συνομηλίκους του. Ο τίτλος είναι λοιπόν, εν μέρει, παραπλανητικός, καθώς τα ποιήματα που εκκινούν από βιώματα και σκέψεις για την παιδική ηλικία είναι μόλις δύο. Στο πρώτο, μάλιστα, από αυτά η ανάμνηση της παιδικής ηλικίας φέρει επάνω της τη σφραγίδα της απογοήτευσης και της ματαίωσης: «Τι έκανα λάθος και ζωντάνεψε / εκείνη η άκαμπτη κυρία, / η ντυμένη σαν αρχόντισσα, / που μου αποσπούσε τότε θάλασσες και ουρανούς / κι όλες τις χορωδίες μου» («Ανταύγεια χρόνων παιδικών»).

Η ανάμνηση βεβαίως δεν παύει να είναι ένα από τα βασικά εργαλεία του ποιητή, ο χειρισμός της όμως γίνεται με έναν άκρως ανατρεπτικό τρόπο. Γιατί η ανάμνηση στον Κονιδάρη είναι η μη-ανάμνηση, είναι η αδυναμία ανάκλησης του παρελθόντος, η αδυναμία ή απροθυμία να κινηθεί οπουδήποτε αλλού πέρα από το παρόν των γηρατειών που λειτουργεί σαν φυλακή όχι μόνο της μνήμης, αλλά και της ίδιας της ψυχής: «Μη βασανίζεις άλλο το μυαλό / και την καρδιά μου / ψυχούλα μου, ψυχή μου, / γήρας μου, / ποτέ η σκέψη μου δεν είναι υπέρ του γήρατος» («Ψυχή μου γήρας»).

Το γήρας λοιπόν δεν κατακλύζει απλώς και μόνον την ύπαρξη, γίνεται η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη, με το δικό της πρόσωπο, το δικό της σώμα, τη δική της ψυχοσύνθεση, τον δικό της τρόπο: «Ξάφνου, σε μία μέρα το πρόσωπό του / χωρίς δισταγμούς είχε αρχίσει / να γίνεται παλαιό, να γίνεται πολύ παλαιό» («Σκόνη πολλή»). Ο ποιητής διαπιστώνει την αλλαγή στο επίπεδο της «μορφής» του, κάτι που βεβαίως απηχεί την καβαφική ποίηση και ποιητική, αλλά και στον τρόπο ζωής, τη στάση, την ίδια την ουσία του και, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς ότι μπορεί να συμβεί σε έναν καλλιτέχνη, στην ποίησή του. Η αντίδραση και η αντίσταση βεβαίως απέναντι σε αυτή την μετάλλαξη είναι ενστικτώδης και λυσσαλέα, το ίδιο ορμητική όμως είναι και η επέλαση της αλλαγής.

Στο πλαίσιο της διερεύνησης του γήρατος, ο Κονιδάρης επιδίδεται, όπως είναι φυσικό, σε έναν απολογισμό της ζωής και των ανθρώπων, εστιάζει στα στοιχεία εκείνα που είχαν και εξακολουθούν να έχουν για τον ίδιο βαρύτητα και ξεχωριστή σημασία, διαπιστώνει τον διχασμό ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι», στοχάζεται πάνω στη διαφορετικότητα των ανθρώπων και τον τρόπο, με τον οποίο αυτή η διαφορετικότητα εκδηλώνεται και διαμορφώνει την κοινωνία. Πάνω απ’ όλα όμως καταθέτει τη δική του αλήθεια, την αλήθεια της ηλικίας του, την αλήθεια της ζωής που συμπυκνώνεται στον θρίαμβο της λογικής, του στοχασμού και στην ήττα του ψεύδους που, πολλές φορές, συμπλέκεται με το συναίσθημα. Αυτή η στάση ζωής έχει ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή που προκρίνει και προτείνει μια αντρίκεια αντιμετώπιση του επερχόμενου, και όχι μια στάση δειλίας και αυτολύπησης, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η συναίσθηση της πραγματικότητας γίνεται δίχως κόστος συναισθηματικό και ψυχικό: «Θα βρείτε πια άλλα παιδιά να σας πιστεύουν, / που κι αυτά σε λίγα χρόνια / μαζί με την πριγκίπισσα και τη βασιλοπούλα, / ίσως και καθηλωμένα σε κλίνες μεγάλου πόνου, θα διαθέτουν κρίση / και θα λυπούνται, θα τραβάνε τα μαλλιά τους, / θα χτυπούν το στήθος τους / που ως σοφότερα, δεν θα σας πιστεύουν ούτε αυτά πια. // Κι όλοι θα κλαίμε γοερά που μεγαλώσαμε» («Δεν σας πιστεύω»).

Σε αυτή την αναμέτρηση με τα γηρατειά ο ποιητής δεν είναι μόνος. Συγκεντρώνει γύρω του και δίπλα του, κυρίως όμως μέσα στα ποιήματά του, το σύνολο των συνομηλίκων του, για τους οποίους τρέφει αμφίθυμα συναισθήματα. Γιατί ενώ από τη μια διαχωρίζει τον εαυτό του στο μέτρο που αντιλαμβάνεται και συνειδητοποιεί αυτό ακριβώς που σημαίνουν και σηματοδοτούν τα γηρατειά, από την άλλη φαίνεται να συμπαρασύρεται από τις ψευδαισθήσεις, τις αυταπάτες, τον στρουθοκαμηλισμό των συνομηλίκων του που τους καθιστά βέβαια αρνητές της πραγματικότητας, ταυτόχρονα όμως ευτυχείς και μακάριους: «Θέλετε κι επινοείτε την παιδική ζωή σας, / τη νεότητά σας / (πάντα η νεότητά σας / μέσα στα μάτια και στα λόγια σας), / θέλετε κι επινοείτε συνεχώς / το κέρδος νέων φεγγαριών / για να μην αλλάξει ποτέ αυτό το κάποτε / που είχατε υπάρξει. // Με συγχωρείτε, πρέπει να έλθω / κι εγώ μαζί σας» («Πρέπει να έλθω»). Αυτή του η διάθεση φαίνεται πως κυριαρχεί στο ποίημα «Χορικό» που τοποθετείται στο τέλος της συλλογής και διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα, εν είδει επιμυθίου, στο οποίο ο ποιητής παρουσιάζεται μετανιωμένος για την αυστηρότητα, την οποία επέδειξε απέναντι στην επιλογή των συνομηλίκων του να κρυφτούν μέσα στη νεότητά τους, γυρνώντας την πλάτη τους στα γηρατειά, και έρχεται μετανοημένος να τους ζητήσει να αγνοήσουν αυτό το ξέσπασμα θάρρους και ορθοφροσύνης, αυτό το ξέσπασμα της ευθυκρισίας, το ξέσπασμα της ίδιας της ποίησης: «Γέροντες μαυροφορεμένοι, / τα παίρνει πίσω όλα όσα σας είπε / ο συνομήλικός σας» («Χορικό»).

Στενά συνυφασμένο με τα γηρατειά είναι και το θέμα του θανάτου, το οποίο ο ποιητής προσεγγίζει από διπλή σκοπιά. Πιο συγκεκριμένα, στο ποίημα «Επίσκεψη στο κοιμητήρι» ο ποιητής τεχνουργεί μια εικόνα που έχει τις καταβολές της στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία με τον περίφημο Αχέροντα και το καράβι που μεταφέρει τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο. «Ένας-ένας έφυγαν με το καράβι / που πάει σε μαύρο τόπο», γράφει ο ποιητής σε μια διαδικασία πικρής συνειδητοποίησης του αναπότρεπτου, σε μια απόπειρα να επιδείξει στωικότητα και ψυχραιμία, τη στιγμή που οι ίδιοι οι στίχοι μαρτυρούν τη συγκίνηση και την αναστάτωσή του. Σε μια ακραία αντίδραση, ο ποιητής δεν διστάζει να αναγνωρίσει την αξία και τη χρησιμότητα του ύπνου, νοούμενου ίσως και με την έννοια του θανάτου, στην προσπάθειά του να αποβάλει όποια σκέψη ή γνώση ή ανάμνηση τον ταλανίζει και να κερδίσει τη γαλήνη: «Με τον ύπνο απομακρύνομαι / απ’ την πραγματικότητα κι από τις αυταπάτες, / με τον ύπνο δεν αντιλαμβάνομαι / γύρω μου τι συμβαίνει, / για τίποτα δεν ενδιαφέρομαι, / έχω γαλήνη με τον ύπνο» («Με τον ύπνο…»). Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να μην εντοπίσει και μια ειρωνική χροιά στους παραπάνω στίχους, μια διάθεση εμπαικτική, ένα πικρό γελάκι που χαράσσεται στο πρόσωπο του ποιητή στη σκέψη του ύπνου, νοούμενου τόσο με την κυριολεκτική, όσο και με τη μεταφορική του σημασία, ως απραξίας δηλαδή ή ακόμα και θανάτου.

Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κονιδάρη συνιστά μια ξεχωριστή περίπτωση στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, δεδομένης της συνειδητής και δεδηλωμένης πρόθεσης του ποιητή να κινηθεί θεματικά μέσα στο γήρας. Αυτό, όπως είδαμε, απηχεί σε σημαντικό βαθμό την αντίστοιχη ποίηση και ποιητική του Καβάφη, δεδομένης μάλιστα και της πεζολογικής ποιητικής έκφρασης του νεότερου που τον φέρνει κοντά στον μεγάλο Αλεξανδρινό. Ο εντοπισμός των δύο αυτών σημείων σύγκλισης, στο περιεχόμενο και τη μορφή, οδηγεί, ασυναίσθητα ίσως, σε μια απόπειρα συγκριτικής προσέγγισης των δύο ποιητών. Η προσέγγιση αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, γιατί αποκαλύπτει όχι την εξάρτηση του νεότερου από τον παλαιότερο, όπως ενδεχομένως θα περίμενε κάποιος, αλλά την πλήρη αυτονόμηση του Κονιδάρη, στο μέτρο που η ποίησή του, ενώ αποκαλύπτει το σκληρό πρόσωπο των γηρατειών, εξελίσσεται τελικά σε μια υπερασπιστική πράξη απέναντι σε αυτό το θλιβερό μεν, αναπόσπαστο όμως κομμάτι της ζωής του ανθρώπου.

Η ζωή μέσα στο γήρας συνιστά ένα πρώτο στάδιο στην πορεία προς την αποδοχή και τη συμφιλίωση, με δεύτερο και σημαντικότερο στάδιο την καλλιτεχνική/ποιητική δημιουργία μέσα στο γήρας και, τρίτον, τη ρητή και απερίφραστη κατάφαση του ποιητή στη ζωή και τη ροή της, βασική πτυχή της οποίας είναι η αναπόφευκτη είσοδος στην τρίτη ηλικία. Ο ποιητής επιλέγει τον δύσκολο δρόμο. Ζει και δημιουργεί με φόντο το γήρας, με υλικό το γήρας, με στόχο το γήρας. Αυτό βεβαίως δεν προϋποθέτει μόνο θάρρος και ψυχραιμία, λογική και ευθυκρισία· προϋποθέτει εξίσου και μια αντίληψη για την τέχνη που έχει στο κέντρο της την αλήθεια και την ανάδειξή της. Πάνω απ’ όλα όμως προϋποθέτει μια στάση ζωής που έχει στο κέντρο της την αξιοπρέπεια. Ίσως μάλιστα σε αυτό το σημείο η ποίηση του Κονιδάρη να προσεγγίζει τον Καβάφη και τα ποιητικά του διδάγματα περί ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως αποτυπώθηκαν στα περίφημα ποιήματά του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» και «Θερμοπύλες».



Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό καρυοθραύστις, τεύχος 5

13 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

ความคิดเห็น


bottom of page