Έκτη ποιητική συλλογή για τον Αθηναίο ποιητή Νίκο Κυριακίδη, σε διάστημα τριών
χρόνων από την προηγούμενη. Σύγχρονη ποίηση, χωρίς μέτρο, με ανεπαίσθητο
εσωτερικό ρυθμό, απλά νεοελληνικά και διάχυτους αργκό χρωματισμούς. Ποίηση
με έντονο το υπερρεαλιστικό στοιχείο, ενίοτε χειμαρρώδη λόγο και συχνά στα όρια
της αυτόματης γραφής.
Από την πρώτη στιγμή που ερχόμαστε σε επαφή με την παρούσα συλλογή, και
κυρίως από τον τίτλο της: Ψευδή πορφύρα περιβάλλεται..., ο Νίκος Κυριακίδης μας
προϊδεάζει για το δραματικό πνεύμα, την τραγική εξέλιξη και τον μαρτυρικό τόνο
αυτής, αφού, πρόκειται για απόσπασμα στίχου ευρέως γνωστού Αντιφώνου που
ψάλλεται κάθε Μ. Πέμπτη, αναγνωρίσιμο, στους περισσότερους, από τον πρώτο
στίχο του: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». «Ψευδή πορφύρα περιβάλλεται ο
περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις», λέει ο επίμαχος στίχος στο σύνολό του.
Περιβάλλεται, δηλαδή, ενδύεται. Ενώ, πορφύρα αποκαλούταν το βασιλικό ένδυμα
εκείνες τις εποχές. Πρόκειται για το σημείο των Γραφών όπου Ρωμαίοι στρατιώτες
ντύνουν με βασιλικό μανδύα τον Ιησού Χριστό για να τον εμπαίξουν ως ψευδο-
βασιλέα, ως ψευδο-σωτήρα.
Και ως τέτοιος, ως ψευδο-σωτήρας χαρακτηρίζεται από τα χείλη της αγαπημένης
του, στους τελευταίους στίχους του πρώτου ποιήματος, το ποιητικό υποκείμενο.
Προφανώς, όχι της οικουμένης αλλά αυτής της ίδιας, υπονοώντας ότι υπήρξε
ανεπαρκής ως σύντροφος: «Σου πάνε τα κόκκινα, σαν μετάξι είναι / κι εσύ ένας
γαμπρός-σωτήρας», του λέει ειρωνευόμη στο μακροσκελές πρώτο ποίημα, για να
συμπληρώσει λίγους στίχους μετά: «με πασάλειψες με το είναι σου, / Ο γάμος της
Αντιγόνης;» κάνοντας πιθανότατα διακειμενική αναφορά στο θεατρικό έργο της
Κωνσταντίνας Βέργου: Ο Γάμος της Αντιγόνης όπου και σκιαγραφείται το ψυχικό
αδιέξοδο της γυναίκας στις σύγχρονες κοινωνίες.
Όμως, πέρα τούτων, σε αυτό το έκτο ποιητικό έργο του δημιουργού έχουμε να
κάνουμε με μία συγκλονιστική εξομολογητική αναδρομή και κατάθεση ψυχής,
χωρίς να παραλείπεται, μολαταύτα, η παράλληλη στηλίτευση των κακώς κειμένων
της εποχής σε πολλά από τα ποιήματα. Αναδρομή που εξελίσσεται κατά την αυτό-
βιογράφηση του ποιητικού υποκειμένου που λαμβάνει χώρα στα 71 αυτοτελή αλλά
συσχετιζόμενα ποίημα που την συναποτελούν. Μία μονολιθική ανασκόπηση της
εσωτερικής και εξωτερικής ζωής του ήρωα του έργου, ενίοτε υπό μορφή
εσωτερικού διαλόγου, με αφετηρία τις απαρχές του βίου του, για να κορυφωθεί με
τον οριστικό θάνατο-κάθαρση, έπειτα από μερικούς πρότερους θανάτους. Ίδιον
μεγάλης τέχνης, υπό την έννοια ότι, ενδεχομένως, επιχειρείται η υπέρβαση
ψυχολογικών σχημάτων που ταλανίζουν τον δημιουργό, εν μέσω της έκβασης του
έργου του.
Εξαρχής λοιπόν, ο αναγνώστης προσκαλείται για περιδιάβαση, τουτέστιν, το είδος
της ανάγνωσης όπου, προοδευτικά, ξεδιπλώνεται η πλοκή του έργου η οποία έχει
αρχή, μέση και τέλος. Πρόσκληση που, εναργώς, διατυπώνεται στην εισαγωγή, πριν
το δεύτερο ποίημα της συλλογής, πιθανότατα, με τη φωνή της γυναίκας του
πρωταγωνιστή, λέγοντας χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων: «Αγαπητέ παραλήπτη,
Θέλησε να σας τα στείλει μετά την κάθαρση της ανυπαρξίας του, σας τα στέλνω εγώ
με την αρίθμηση που νομίζω πως θα ήθελε...» Και ο λόγος που το μικρό εισαγωγικό
σημείωμα τοποθετείται πριν το δεύτερο και όχι το πρώτο ποίημα της συλλογής
είναι γιατί στο πρώτο πέφτει η αυλαία, γιατί το πρώτο ομότιτλο και έκτασης 7-μίση
σελίδων ποίημα, στο οποίο διαδραματίζεται η επιθανάτια εμπειρία του ποιητικού
υποκειμένου, και όπου, συν τοις άλλοις, περιληπτικά, διαπερνάται το σώμα της
συλλογής, σηματοδοτεί και το τέλος. Τέλος που, ωστόσο, σε εξαίρεση του κανόνα
της συλλογής, έρχεται στην αρχή. Επιλογή ιδιαίτερα εύστοχη, αφού με αυτήν την
μεταμοντέρνα, μορφολογικά μιλώντας, πινελιά, ο ποιητής μας εισάγει τεχνηέντως
στην ατμόσφαιρα της αναδρομής.
Με την έναρξη της αναδρομής λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το διάχυτο
υπαρξιακό άγχος που κατατρύχει το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο θα μας
συνοδεύσει και συνεπάρει ως το τέλος. Υπαρξιακό άγχος, ως αναζήτηση και
αμφισβήτηση νοήματος και ταυτότητας, ως απογοήτευση, ως απομόνωση, και ως
απόγνωση. Άγχος που εναλλάσσεται, με την παραίτηση και την αλλοτρίωση. Όμως,
αν κάτι συνεπαίρνει περισσότερο, όσο εξελίσσεται η πλοκή, είναι αυτή η εναλλαγή
και αστάθεια που κλυδωνίζει το ποιητικό υποκείμενο. Ας μη γελιόμαστε, ο ήρωας
του έργου είναι ένας γνήσιος καταραμένος, λογοτεχνικά μιλώντας, όχι μόνο εξαιτίας
της περιθωριοποίησης, που κατά διαστήματα βιώνει, μιας που ο ανθρωπισμός του
και ο αγνός ιδεαλισμός του, δεν χωράνε στις κοινωνικές νόρμες της εποχής:
«Μπορώ έως και να δακρύσω για εσάς, / Ενδιαφέρεται κανείς;» δηλώνει στο
ποίημα Έαρ, αλλά κυρίως γιατί ακόμη κι όταν αποφασίζει να συμβιβαστεί, με άλλα
λόγια να αλλοτριωθεί, ουκ ολίγες φορές, αποτυγχάνει με αποτέλεσμα να βιώνει
αυτές τις βασανιστικές εναλλαγές. Λέει χαρακτηριστικά στο Παρτάκι: «Κουβαλώ τη
βεβαιότητα, του ψεύτη / Κάποιου που αλλάζει χρώματα και φωνές. / Επαίρομαι γι’
αυτό / Ή τουλάχιστον, χαίρομαι. / Αλλά στα όνειρά μου / Συνέχεια έχω χάσει κάτι: /
Ένα πορτοφόλι / Ένα εισιτήριο επιστροφής / Μια ενδιάμεση τάξη στο σχολείο». Για
να πει στο αμέσως επόμενο ποίημα: «Μην κάνεις εμετό τώρα. / Περίμενε με να
κάνουμε μαζί / Πάνω τους». Εξάλλου, πώς θα μπορούσε να χωρέσει όταν οι αξίες
που διέπουν την εποχή μας είναι αυτές του ατομικισμού, της ιδιοτέλειας, του
ναρκισσισμού, της συμφεροντολογίας και της υποκρισίας, και οι οποίες μοιραία
οδηγούν στη δυστοπία της μαζικής ατομικής ύπαρξης: «…μόνος επί μέρες ο
ιππότης. / Σκορπιοί τον τρυπούσαν / Ήταν τόσο πολύ βρώμικος ο αέρας», μας λέει ο
ποιητής σε κάποιο σημείο. Και σαν να μην έφτανε η κοινωνική σήψη, η
προηγηθείσα γονεϊκή απόρριψη και ελλιπής προετοιμασία για κοινωνικοποίηση
που λαμβάνει, διευρύνουν την αυτό-αμφισβήτηση, την αναζήτηση ταυτότητας και
γενικότερα το υπαρξιακό άγχος των άγουρων, κυρίως, χρόνων: «Ένα μικρό παιδί
είναι ένα σκουφάκι στο κρύο /… / Έχασε ο μοναχικός τα μικρά σκουφιά /… / Οι
γιατροί λένε: «Θα κάνετε κάποιο άλλο». Και αλλού: «Υπήρξε τόσο χλωμό παιδί. /
Ήρθε και έφυγε με τη χλομάδα αυτή. / … / Υπήρξε τόσο πολύ άγνωστος. / Μέχρι κι
η μάνα του στα τελευταία της, του είπε: /«Ποιος είσαι εσύ;»
Αρχικά, επιλύει αυτό το άγχος με την απόκτηση ομαδικής ταυτότητας και τη
δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος ενός συνόλου, κάποιας
συλλογικότητας: «Ο ψαράς ψάρεψε έναν άνθρωπο. / … / Θα γινόταν πια ένας
άλλος». Όμως, γρήγορα θα έρθει η απογοήτευση αφού ως γνήσιος ανθρωπιστής και
αγνός ιδεαλιστής δεν θα χωρέσει στις τάξεις τους: «Αυτός δεν είναι μαύρος δεν
είναι λευκός / είναι ένας ξεχασμένος αισιόδοξος», λέει ο τελευταίος στίχος στο Ο
Μάλκομ X και η σύνταξη της Αξιώτη.
Αντιλαμβάνεται, όμως, ότι ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ον, ορίζει τον εαυτό του μέσα
από τον Άλλο, ότι βρίσκει εαυτό μέσα από τον ερωτικό σύντροφο, όπως και ότι η
ζωογόνα και αναγεννητική δύναμη του ‘Ερωτα εδράζει πέραν των συμβατοτήτων,
και πως για να ηττηθούν η μοναξιά και το υπαρξιακό άγχος μέσω του Έρωτα, για να
έρθει η απαραίτητη εγγύτητα, χρειάζεται το αμοιβαίο μοίρασμα του Εγώ επί ίσοις
όροις. Έχοντας, όμως, διακρίνει την ιδιοτελή συμφεροντολογική φύση των
ανθρώπινων σχέσεων, και τις βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές αξίες στο κοινωνικό
σώμα, θεμελιώνονται, από νωρίς, οι βάσεις της αποστασιοποίησής του από τη ζωή,
ενώ, από την άλλη, η έλλειψη που επιφέρει το τραύμα φέρνει τον δισταγμό για την
αναζήτηση νοήματος και ταυτότητας μέσα από τον Έρωτα: «Τις έχανες πριν τις
μυρίσεις» διαβάζουμε σε έναν εσωτερικό διάλογο. Παρά τα αυτά, το πλήρωμα του
χρόνου δεν αργεί: «Είναι γιορτές κάβλας / Αυτό είναι. / Δηλαδή, γιορτές αγάπης… /
Εσύ πρέπει να 'σαι η θυρωρός που έχω τη νύχτα / Εκεί που είναι το σπίτι μου... που
δεν έχω». Δυστυχώς, όμως, είναι μόνος σε αυτή την υπερβατική πράξη για δύο.
Συναντάει της καλά εδραιωμένες κοινωνικές νόρμες στο φαντασιακό των ερωτικών
του συντρόφων: «Ονειρεύεσαι έναν ολόκληρο έρωτα / Σου δίνουν μια φιλία, / Μια
συνήθεια / Μια κατανόηση / Μιαν ηρεμία. / Μια ανατριχίλα; / Κάποιους
σπασμούς;/ Ένα κατασπάραγμα; / Ένα γλυκό ύπνο στον ώμο αγκαλιά, μετά την
ηδονή / Όχι αυτά δεν θα στα δώσουν!» Και έτσι για να αποφύγει την μοναξιά θα
επιχειρήσει να επιτελέσει (Μπατλερικά μιλώντας) τον παραδοσιακό πατριαρχικό
έμφυλο ρόλο καταστέλλοντας την λυτρωτική ενόρμηση και επιθυμία. Η οποία,
όμως, βρίσκει διαστρεβλωμένη διέξοδο στην σφαίρα του νοερού: «Λάτρεψε τον
βασανιστή της / Δεν αφέθηκε σε γλυκερές αγκαλιές... / … / Άπλυτος πήγαινε μετά /
Σε πιο βρώμικες συνουσίες. / Εφιαλτικά τα όνειρά του», μας λέει στο ποίημα
Ιστορία Αγάπης. Όμως, η έλλειψη μοιράσματος και εγγύτητας εντείνουν το
υπαρξιακό άγχος και έτσι βρίσκεται ξανά στον δρόμο της μοναξιάς.
Πλέον ξέρει ότι ζει σε ένα κόσμο όπου δεν ευνοεί τον ανθρωπισμό και τη φιλαλλία
για αυτό πορεύεται μόνος και χωρίς ενδιαφέρον για ζωή, έχοντας εναποθέσει όλες
τις ελπίδες του στον Έρωτα: Μαγειρική με ανία / Τα μάτια θολώνει η ώρα / … / Σε
όλα αυτά θ’ απαντήσει μόνον /Αυτή που ψάχνω./ Δεν πρέπει να είμαι μακριά. Η
μυρωδιά της...!» Εντούτοις, μέλλει να ζήσει έρωτες που δεν θα έχουν διάρκεια, είτε
λόγω κοινωνικής καταγωγής: «Δεν ήξερες εκείνες τις γειτονιές / Βιαζόσουν να
φύγεις, / Ίσως ήταν και τα τακούνια σου»· είτε λόγω του παράνομου χαρακτήρα
αυτών: «Η κυρία αμάρτησε με στυλ»· είτε επειδή τρόμαζε η αντισυμβατική του
ανοικτότητα: «Άρχισα να ρωτάω, / να μάθω για τη μητέρα σου, / για το πώς
κατασκευάστηκε το σερβίτσιο. / Για το αν σ’ αρέσει η μόνη κόλλα που είχα /
Ήταν έντονη – τη σνιφάρανε τ’ αλάνια για φτιάξιμο»· είτε γιατί γίνεται και ίδιος
εκλεκτικός από ένα σημείο και μετά: «Ένα μαύρο σκυλί κούρσας / Με ψηλά
αδύνατα πόδια / Είναι τελευταία το χαμόγελό μου. / Είναι ακριβά αυτά τα σκυλιά».
Όμως, ούτε σε φιλικές σχέσεις μπορεί να χωρέσει για πολύ, αλλά ούτε και σε
μακροχρόνιες σχέσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διστάζει να κάνει την αυτοκριτική
του: «Νομίζω θα πήγαινα στη μάνα μου / Να με πετάξει / Κάνοντας έκτρωση», ενώ,
αλλού: «Δάγκωσε έναν απ’ όσους ήθελε», κι ακόμα, «Σήμερα απέφυγε κάθε είδους
θυμό». Με τον καιρό, ποτέ ως μόνος πλάνης: «εμείς στη θάλασσα γεννηθήκαμε /
Πνιγμένους μας βρίσκουν», και ποτέ σε μακροχρόνιες συμβιβαστικές σχέσεις όλο
και αλλοτριώνεται, όλο και εξασθενεί: «Το σκυλί που νόμιζε δικό της / Πεθαίνει
κάθε μέρα» /... / «Έκανε ένα βήμα στη ζωή του, χθες/ … / Ο πόρνος των μικρών
δωματίων / ... / «Μια γυναίκα που έρχεται σε οργασμό πάντα με «δεύτερες
σκέψεις», είναι /Αθώα κι αθάνατη! / Γι’ αυτό ποτέ μια γυναίκα / φ–Παρά τα πολλά
λεγόμενα– /Δεν κατάφερε ποτέ να είναι αληθινή πόρνη». Πιθανόν, όμως, και γιατί
συνειδητοποιεί τον εφήμερο χαρακτήρα του Έρωτα, καθώς, αργά ή γρήγορα
επέρχεται η απομυθοποίηση του αντικειμένου του πόθου: «Ερωτευμένος... δηλαδή
τι θα πει ρε συ φίλε;» / «Εκτός της νυχτερινής μου βάρδιας / Θα είμαστε μαζί, να
πίνουμε καφέδες μετά το ξύπνημα, / να ψωνίζουμε. / Όλα στο φως». Έτσι, χάνει όλο
και περισσότερο την ελπίδα του για πραγμάτωση του εαυτού του: «Αγάπη μου –
Με συνάντησα / Με τη μορφή μιας γριάς το απόγευμα. / Ήταν μάλλον νηστική /
Όπως εγώ, χωρίς αίμα», κι αλλού: «Σήμερα απέφυγε κάθε είδους θυμό /
Παράλληλα, απέφυγε ή έγκαιρα σταμάτησε, κάθε μορφής ερεθισμό» ώσπου, με την
πάροδο του χρόνου βλέπει ως μονή διέξοδο τον θάνατο. Στην προοπτική του
θανάτου, στην συνειδητοποίηση της θνητότητας νιώθει αγαλλίαση και αξιοπρέπεια.
Εξού κι επιθυμεί αλλά και προσδοκεί το τέλος· το τέλος του: «Για την εγχείρηση, Να
μην ξεχάσεις: Θέλω να μην ευχηθεί Κανείς». Ή άλλου: «Τώρα άσε με να πεθάνω
Θυμωμένος, κουρασμένος, αλλά με μνήμη». Καθώς όμως δεν βρίσκει τον τρόπο να
διαβεί την οδό της αυτοχειρίας ζητάει από την γυναίκα του να του τερματίσει την
ζωή, η οποία όπως και πράττει, πραγματώνει την επιθυμία του.
Αν όμως κάτι δεν πρέπει να μας διαφύγει είναι ότι το ποιητικό υποκείμενο, παρόλη
την αυστηρότητα με την οποία κρίνει τον εαυτό του, ώστε να ζητά να μνημονεύεται
ως απαξιωμένο θηλαστικό, σε αυτήν την Οδύσσεια που εξιστορεί και εξιστορείται,
έχει υπόσταση και ταυτότητα· την μοναδική που μπορεί να υπάρξει για τον
οποιοδήποτε: αυτήν της αγάπης, του ήθους, και της ασυμβίβαστης
ελευθεριακότητας.
Comments