Στη συλλογή της Άντζελας Γεωργοτά, της μοναξιάς θαλλόφυτα, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη το 2021, με τη φροντίδα του Θεόδωρου Κιντάπογλου και εξώφυλλο της Χριστίνας Καραντώνη, εμπεριέχονται σαράντα επτά λογοτεχνικές εικόνες επιμελημένες από τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη.
Πρόκειται για ποιητικές ιστορίες έντονων συναισθημάτων με προεκτάσεις, οι οποίες άλλοτε συγκρούονται και άλλοτε πορεύονται αποστασιοποιημένες ή τακτοποιημένες σε κουτιά. Κάποιες φορές μεταφέρονται στον αναγνώστη ως γνωριμίες εκ του ασφαλούς ακίνδυνες, σαν διαδικτυακά παιχνίδια φαινομενικά ανώδυνα μέσα από τη σιγουριά της ανωνυμίας. Κάποιες άλλες όμως, παρά τον έκδηλο φόβο της απογύμνωσης που κυριαρχεί, τα συναισθήματα της αφηγήτριας επικεντρώνονται στη βαθιά ενδοσκόπηση και αναδεικνύουν την αγωνιώδη πορεία προσέγγισης προς ένα υποθετικό/φανταστικό αντικείμενο πόθου. Εστιάζοντας σε αυτές τις συγκεχυμένες εικόνες, που καταλαμβάνουν το μυαλό και δημιουργούν αντίβαρο για την υπεράσπισή του, παρατηρούμε άλματα υπερβατικά με κίβδηλες υποσχέσεις για χαμένες προσδοκίες μιας πραγματικότητας εικονικής «χωρίς αμαρτίες, ενοχές ή μνήμη» (σ. 11).
Η φύση επιστρατεύεται ως σκηνικό της προσμονής, καθώς «τα βρεγμένα λόγια έρχονται να στεγνώσουν στο κατώφλι» του προσωποποιημένου πόθου (σ. 11). Η γραφή της Γεωργοτά βρίθει συμβολισμών και κρυπτικών αναφορών. Σαν κάτι να παλεύει να ειπωθεί, αλλά η αφηγήτρια να μην το ξεστομίζει αυτούσιο λόγω του γενικότερου χαρακτήρα και της συμπεριφοράς τής γραφής της, μέσα από μια δεικτική υπαινικτική υπόκρουση.
Σαράντα επτά ερωτικές ποιητικές επιστολές με μότο αφιερωμένα σε διάφορους λογοτέχνες, ποιητές και πεζογράφους, άνδρες και γυναίκες, όλες απευθυνόμενες σε έναν φανταστικό –μπορεί– παραλήπτη, τον Ετιέν. Με τη συγκεκριμένη αναφορά της η συγγραφέας καλλιεργεί έναν συμβολικό υπαινιγμό για τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, ηγούμενο της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας (την πρώτη μ.Χ. χιλιετία), ο οποίος επεκτείνεται και μετά τον θάνατό του με την απολογία των μαθητών του, προβάλλοντας το σαφές ερώτημα: «Τίνα των προφητών δεν εδίωξαν οι πατέρες υμών;» (Πράξ. στ΄ 8, ζ΄ 5, 46-60).
Την ελληνική λέξη «έλευση», η οποία χρησιμοποιήθηκε και από τον πρώτο χριστιανό μάρτυρα, απευθύνει ως ευκταία η ηρωίδα προς τον Ετιέν-Στέφανο, το ερωτικό αντικείμενο της λατρείας της. Η παράκλησή της κάποιες φορές εμφανίζεται συνειδητοποιημένα ατελέσφορη ώς ουτοπική και άλλες θρησκευτικά ικετευτική έως τραγική. Όπως όταν η ίδια αναλαμβάνει τον ρόλο μιας άλλης Αντιγόνης, η οποία μέσα από την αιώνια φυλακή της σε ένα υπερβατικό σπήλαιο-βράχο αναζητά τον τρόπο να θάψει τα συναισθήματά της μπροστά σε επιβεβλημένες αρνήσεις και απαγορεύσεις: «Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς», (Αντιγόνη Σοφοκλέους, στ. 891-893). Ή όπως στο ποίημα «Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνσμπεργκ, μέσα από το οποίο ο ποιητής προσπαθεί να αναδείξει τον άνθρωπο ή το αντικείμενο, που αναζητά ή απαιτεί πολύ μεγάλη θυσία.
Ο Ετιέν μπορεί να είναι ο πραγματικός ή ο φανταστικός εραστής, ο πλατωνικός πόθος για το αδύνατο, η ανάγκη για το φαντασιακό, το ονειρικό ή το υπερβατικό. Μπορεί όμως να υποκρύπτει και το alter ego της αφηγήτριας. Τα ερωτικά γράμματα, που εκείνη γράφει, ίσως να απευθύνονται στον εαυτό της, καθώς, στην ανάμνησή της βλέπει το αντικείμενο του πόθου της σιωπηλό σαν ύπαρξη εικονική. Και αφού αναρωτιέται αν πραγματικά υπάρχει, τού απευθύνεται ζητώντας του να πάρει μορφή (σ. 19). Ταυτόχρονα, ενώ επικαλείται αναμνήσεις για τόπους όπου «ο χρόνος είχε λιώσει» και όπου ποτέ «δεν υπήρχε παρόν ή μέλλον» (σ. 31), καταθέτει ότι το σπίτι που υπαινίσσεται για σώμα της τη στενεύει, όπως πάντα τη «στένευε», επισημαίνοντας με ένα λογοπαίγνιο ότι δεν ξέρει «[…] πόση αλήθεια / μπορεί στ’ αλήθεια / να χωρέσει η αλήθεια. […]» (σ. 27).
Η Γεωργοτά αφήνεται σε μια αφήγηση συνειρμική, παραληρηματική. Προσπαθεί να εντρυφήσει στα βάθη του εαυτού με τρόπο συμβολικό. Χρησιμοποιεί την αποστασιοποίηση για την αντικειμενική ενδοσκόπησή του, ώστε να δείξει στον αναγνώστη ότι ενώ έχει να κάνει με ένα ρευστό ποιητικό υλικό μπορεί να το δει μέσα από τα δικά της «γυαλιά». Στο σημείο όπου γράφει: «Φοβάμαι την ακινησία των αγαλμάτων, το άσπρο μάρμαρο, […] –ποιος πετυχαίνει άλλωστε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας; Να ισιώσει τις πτυχές αυτού του κόσμου, τα δάκρυα να εξορίσει, να ντύσει τα παιδιά, να θάψει τον φθόνο και τη δυστυχία;» (σ. 68), είναι εμφανής ο υπαινιγμός για τα πυρακτωμένα μπρούτζινα αγάλματα του θεού Μολώχ των Καναανιτών, όπου κατέκαιγαν παιδιά-θύματα προς εξευμενισμό του (υπαινικτική αναφορά σσ. 62, 63).
Σε άλλα σημεία η συγγραφέας φωτίζει την ακινησία και την παραίτηση, που επικρατούν σε άχρονο τόπο (σ. 67) σαν «ρωγμή στο κενοτάφιο του χρόνου» (σ. 65). Σε κάποιους συνειρμούς της αφήνεται να γίνει «ένα με τη φύση» (σ. 55), ενίοτε απομένει μαζί της σαν στάχτη λάβας σε γη καμένη (σ. 53). Άλλες φορές καταθέτει ενοχές για καλοκαίρια με λάθος έρωτες, νεκρούς, χωρίς μέλλον. Αναφέρεται σε σχέσεις ανίερες, ταραχώδεις όσο και ανεκπλήρωτες, που η μνήμη θέλει να διαγράψει (σσ. 20, 21), «Γιατί οι πράξεις που δεν τελειώσαμε πάντα θα μας απειλούν» (σ. 61). Κατατρύχεται από έντονα συναισθήματα χωρίς ελπίδα (σσ. 15-17), που εύχεται να γιατρέψει ο χρόνος (σ. 23). Πολλές φορές μιλάει ακατάληπτα συνειρμικά, όμως πάντα μιλάει ποιητικά.
Η Γεωργοτά πειράζει τις λέξεις και φτιάχνει καινούργιες συλλαβές, δίνει ονόματα και στα δευτερόλεπτα, φτιάχνει υπόγεια περάσματα. Αφήνεται να νιώθει την «έλλειψη», γράφει ποιήματα, διορθώνει αναμνήσεις (σ. 48), γράφει γράμματα που ο Ετιέν δεν θα τα διαβάσει ποτέ (σσ. 32, 37) και μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε αν θα υπήρχε ποίηση «εκεί που χάσκει ο έρωτας», αν δεν υπήρχε το ανεκπλήρωτο.
Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό καρυοθραύστις, τεύχος 10-11
Comments