Βρισκόμαστε μπροστά στο παράδοξο να καλούμαστε να διεισδύσουμε όχι στην ποιητική ενός δημιουργού αλλά στην κριτική ικανότητα ενός κρίνοντος, στην ικανότητά του να συλλαμβάνει την ουσία της ποιητικής δημιουργίας και να τη μεταδίδει. Μιλούμε για τον κριτικό της λογοτεχνίας. Φυσικά, ο ποιητικός λόγος είτε καταλαμβάνει τον αναγνώστη είτε όχι. Ωστόσο, η διαμεσολάβηση του κριτικού μπορεί να βαθαίνει την πρόσληψη του, ενίοτε, αινιγματικού, οπωσδήποτε αφαιρετικού ποιητικού λόγου, να καταδεικνύει την αρχιτεκτονική ικανότητα του ποιούντος, να συνδέει το ποίημα με κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά ζητήματα, να επισημαίνει χρέη και επιρροές του ποιητή προς προγενέστερους ή σύγχρονους ομοτέχνους ή άλλους των τεχνών, το δημοτικό τραγούδι, τη βυζαντινή μουσική, τον Διγενή, την κρητική ή επτανησιακή σχολή.
Τι είναι λοιπόν ένας κριτικός; Είναι αυτή η συνολική ματιά που ρίχνει και καταφέρνει να αναγνωρίζει τα δομικά στοιχεία που διατρέχουν το ποιητικό έργο ενός δημιουργού, την οντολογία και την ιστορία, το μυστήριο που διασώζει από την «πλήξη του απόλυτα σαφούς και του συνδεδεμένου», όπως λέει η Ε.-Α. Λουκίδου, αναφερόμενη στον Μάρκο Μέσκο (σ. 21). Η συγγραφέας αναγνωρίζει τις θεματικές που εμφιλοχωρούν και κινητοποιούν τους ποιητές, με τους οποίους καταπιάνεται, κάποιες κοινές, άλλες διαφοροποιημένες. Η φθορά και ο θάνατος, η μετωπική σύγκρουση με τον Θεό (Γκολίτσης, σ. 224), η αποκοπή από την αθωότητα, το διαταραγμένο, η περιθωριοποίηση, η ατέλεια, η πληγή, το τραύμα, η πάσχουσα ύπαρξη, το άλεκτο, ο ασαφής προορισμός, ο αισθησιασμός του σώματος και της ψυχής, το καμένο όνειρο, η επιθυμία έναντι της λογικοκρατούμενης τρέχουσας ηθικής «που εξορίζει τα θέλω» (Εξάρχου, σ. 179), η καταγγελία της ασάλευτης ζωής, «η ευθραυστότητα του εκτεθειμένου υποκειμένου» κρυμμένη πίσω από μιαν αξιοπρέπεια (Κορνέτη, σ. 219), το προσκλητήριο σε μιαν εξέγερση, «το παράλογο που απειλητικά κυκλώνει», τα εξωφρενικά αδιέξοδα που αφήνουν τον άνθρωπο άφωνο, η σύγκρουση με το Θείο στην αναζήτηση του λόγου και του σκεπτικού του αδιέξοδου εγχειρήματος του κόσμου, η ψευδαισθησιακή αντίσταση στο προδιαγεγραμμένο του θανάτου, η «αιμοβόρα συνείδηση που μας γεννά και ταυτόχρονα με φόνο εκ προμελέτης μας εκτελεί» (Γκολίτσης, σσ. 224, 226-229). Η νοσταλγία, η παραίτηση, το τίποτε και η απειλή, ο έρωτας ως αντίδοτο στη φθαρτότητα και τον θάνατο, ως μέσο για το πέρασμα στην αθανασία, ως η «πιο απελπισμένη πράξη της ζωής» (Νικηφόρου, σ. 36), η μνήμη, η αγάπη, η γυναίκα, όχι μόνο η ερωτική αλλά η πονεμένη, η αμφισημία της φύσης με την «εμφυλιακή παράνοια» (Μέσκος, σ. 17). Κίνητρο του Μοσκώφ στη γραφή, σύμφωνα με την ποιήτρια-κριτικό, είναι «ένα ιδιάζον αίσθημα δικαιοσύνης» (σ. 96), η ανάγκη του η Σιωπή να αποκριθεί, καθώς κινείται «ανάμεσα στο Τίποτα και στο πιο Τίποτα» (σ. 97), η διάψευση και η ακύρωση προσδοκιών, η ματαίωση, η αγνωμοσύνη, η μάταιη αναμονή της δικαιοσύνης. Για την Εξάρχου η ποίηση είναι πράξη αντίστασης στην αφωνία (σ. 175), αποδοχή του τραύματος, της ήττας, των απωλειών, των εκκρεμοτήτων. Με την ποίηση της Κουτροκόη και της Χρηστάρα η Λουκίδου βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για μιαν άλλη διάσταση του ποιητικού υποκειμένου, αυτού που δείχνει και κατονομάζει τις πληγές, τα τραύματα. Πόσο θάρρος χρειάζεται ένα ξεγύμνωμα; Το κάνουν οι ποιητές αντί για μας. Παραίτηση, σήψη, αποχαύνωση, περιθωριοποίηση, υπογειοποίηση της ζωής, πλάσματα φαντάσματα που κυκλοφορούν εκεί μέσα, απουσίες-παρουσίες, το ανοχύρωτο, το κενό, το άδειο, το ακατοίκητο, το τίποτα –να πάλι το τίποτα που βρέθηκε και στην ποίηση του Μοσκώφ και που η Λουκίδου το ανιχνεύει και σε άλλους ποιητές, στον Σαχτούρη, τον Τραϊανό, τον Αλεξάκη.
Περί έρωτος, μεταμφιεσμένου και μη
Στους ρόλους του κριτικού είναι να ανακαλύπτει και να προβάλλει τους μη εμφανώς εμφανιζόμενους δημιουργούς, να υπενθυμίζει την τέχνη όσων δεν είναι πια παρόντες. Συγκινητική, λοιπόν, η επαναφορά του Κωστή Μοσκώφ, ενός ανθρώπου που η μοίρα τον ήθελε να πεθάνει νωρίς, αλλά έζησε πολύ περισσότερο από κάθε πρόβλεψη –«γιατί ήμουν ερωτευμένος με τη ζωή», μου είχε πει σε μια συνάντηση που είχαμε στην Αίγυπτο. Και η Λουκίδου επισημαίνει ότι ο έρωτας για τον Μοσκώφ «πηγάζει από την άβυσσο και έχει το κέντρο του σε μια περιοχή ερημίας» (σ. 96), και μιλά για «ποιήματα αργού ερωτικού βηματισμού» (σ. 101), αλλά και για τον έρωτα που ο Μοσκώφ συνειδητά οδηγεί στον θάνατο, κάτι που «μαρτυρεί την κατά κράτος ήττα του από το εφήμερο και εγωιστικό που αποπνέει ο κόσμος» (σ. 104), συντριβή του έρωτα που βρίσκει η Λουκίδου και στην ποίηση της Κουτροκόη –«στα γρανάζια της καθημερινότητας», «ένα τσίρκο με φθαρμένα τα σκοινιά ακροβασίας, πτώση στο κενό με ανύπαρκτο δίχτυ ασφαλείας για τους αμάθητους» (σσ. 142, 146)–, εκεί και ο άπατρις έρως της Εξάρχου (σ. 183), η «αλγάπη» της Κορνέτη (σ. 219).
Ο έρωτας, λοιπόν, ο έρωτας ως ορμή ζωής, ως αντίδοτο στον φόβο του θανάτου, ως επιβεβαίωση της ύπαρξης του ίδιου του ανθρώπου που ερωτεύεται ή του ίδιου του έρωτα, ότι δηλαδή υπάρχει, συσπείρωση δύο ανθρώπων έναντι ενός εχθρικού ή, «απλώς», ελεγκτικού Απέναντι, ένωση εραστών κατατρεγμένων, ένωση για την υπεράσπιση του κατατρεγμένου έρωτα, για την απώθηση της μοναξιάς, για να αντιμετωπιστεί «η ανήμπορη πάντοτε ανθρώπινη ύπαρξη […] να βιώσει την πλήρη ευτυχία» (σ. 171). Εδώ βρισκόμαστε στην περίπτωση του Ν. Μυλόπουλου.
Η Λουκίδου υπερβαίνει την επιφάνεια των πραγμάτων, ας πούμε τον εμφανώς ερωτικό χαρακτήρα των ποιημάτων της Μπακονίκα, και διεισδύει πέραν αυτής (της επιφάνειας), σε ό,τι περισσότερο πληγώνει τον άνθρωπο και που είναι η μοναξιά και ο φόβος που αυτή προκαλεί. Αγαπητική της ποίησης και του σώματος που παλινδρομεί ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα και υφίσταται τη δική μας άρνηση για ελευθερία, η ποίηση της Εξάρχου και της Μπακονίκα κατά τη συγγραφέα, η οποία υπογραμμίζει την ύπαρξη του σώματος «του ερωτικού πόθου» και το ίδιο το σώμα της γραφής «που κάποτε υποκαθιστά και αναπληρώνει την αίσθηση με την αισθητική» στη Χρηστάρα (σ. 201).
Αναπόφευκτα, με τον έρωτα παρέα πορεύεται και ο θάνατος, ενώ η ζωή ορίζεται ως διαρκής επίσκεψη στις κηδείες των άλλων (Γκολίτσης, σ. 229), ως η έκρηξη και η συντριβή του εγώ στο τίποτα (Γκολίτσης, σ. 232). Γι’ αυτό και ο Γκολίτσης «διαμαρτύρεται και καταγγέλλει τον Θεό για την αδιανόητη και άνευ λόγου ταλαιπωρία της ύπαρξης που μετατρέπεται σε πιόνι μιας παρτίδας που παίζεται ωστόσο δυστυχώς από έναν» (σ. 233).
Ποίηση, ποίημα, ποιητής
Στα κριτικά της σημειώματα η Λουκίδου εντοπίζει το πώς αντιλαμβάνονται οι ποιητές, με τους οποίους καταπιάνεται στην παρούσα έκδοση, την ποίηση –π.χ. «ελάχιστη πύκνωση του φευγαλέου μες στη μικρή στιγμή», καρποφορία λέξεων «για τον επιτυχή πολλαπλασιασμό της Τέχνης εντός τους» (Εξάρχου, σ. 176)– αλλά τελικά βρίσκει και η ίδια την αφορμή για να καταθέσει τη δική της θέση για την ποίηση ως τη μυστηριακή προσέγγιση του ολοφάνερου με το ελάχιστο της συγκίνησης. Σε άλλο σημείο του βιβλίου της γράφει: «Μια αέναη κίνηση προς το ανολοκλήρωτο που αγωνιά να ειπωθεί, κι ας είναι αυτό που κατορθώνει τελικά μονάχα ένα απλό “κατά προσέγγισιν”» (σ. 29).
Με αφορμή την ποιητική δημιουργία του Μαυρίδη, η Λουκίδου εξετάζει την ποίηση ως αποκαλυπτική των κεκρυμμένων, από καταβολής όπως έλεγε ο Ρ. Ζιράρ, ή σε υπόγεια, όπως σημειώνει η κριτικός για την ποίηση του Καρατζόγλου, ως αναψηλάφηση των ατελειών, της κοινωνίας και του ποιητικού υποκειμένου, ως κριτική σε στιχουργήματα μεταμφιεσμένα σε ποιήματα, ως μελέτη θανάτου, φθοράς, απώλειας, μνήμης που περιλαμβάνει αφίξεις αλλά και αναχωρήσεις, μελέτη χρόνου, του άφευκτου του χρόνου (Καρατζόγλου, σσ. 114-115), ως αναρώτηση για το τι θα πάρω μαζί μου στο ταξίδι (Εξάρχου, σ. 176). Ποίηση είναι η αναζήτηση της ενότητας «του πρωταρχικού λόγου», η αναβολή της οδύνης μέσα «από την οδυνηρή διαδικασία της γραφής», η ανακωχή, η μη εξοικείωση «με την απουσία του ερωτικού “άλλου”», η αίσθηση ενός πνιγμού, η διάρρηξη της σκοτεινιάς του άφατου, «προκειμένου να κατακτηθεί το νόημα», το οικείο άρρητο «που αρνείται να ανέβει στη γλωσσική σκηνή» (σσ. 102, 193-195, 199, 205).
Βρήκα και τον ορισμό του ποιητή: ιχνηλάτης καταλοίπων του δέους, της μνήμης αλλά και ανιχνευτής ίχνους βαθιάς και αιφνίδιας συνάντησης με το ιερό, «όπως αυτό αποφασίζει να αποκαλυφθεί στον ποιητή» (σ. 49), αντιεξουσιαστής και αναρχικός «απέναντι στον καταιγισμό τόσων κατασκευασμένων πραγματικοτήτων» (σ. 50), αρνητής της προφάνειας, πυροκροτητής, ιεροφάντης. «Είναι η στιγμή που ανεβαίνουν όλοι και όλα στη σκηνή, για να χαθούν, να επιστρέψουν στην πρώτη τους αγνότητα, να απεκδυθούν τα περιγράμματά τους και να ανασάνουν έστω για μια φορά το αεράκι της μόνιμης πια και ουσιαστικής ελευθερίας» (σ. 61), γράφει η Λουκίδου.
Ο ποιητής, ως μεσάζων και αγγελιαφόρος στην ποίηση της Κορνέτη, «ίπταται και μεταφέρει, οράται και κομίζει, απορεί και αγγέλλει, αενάως πηγαινοέρχεται από το αθέατο στο ορατό» (σ. 210), «φούρναρης που ψήνει καρβέλια αδιάκοπα, για να τραφούν οι πλάνητες, οι αγαθοί και οι ονειροπόλοι» (σ. 212). Ο ποιητής για τον Γκολίτση αναλύει τις σκιές. Θολωμένος και αδίστακτος ο ποιητής στα κριτικά δοκίμια της Λουκίδου, άφοβος και τολμηρός, ασταθής, αναποφάσιστος, βεβαρημένος από φτερά που σηκώνουν την ελαφρότητα του κόσμου, ανυπόδητος, φέρει ελεύθερα όνειρα, καταγγελτικός της αφωνίας και της σιωπής, παρεμβατικός σε μια γλώσσα που απαγορεύει (Εξάρχου).
Η Λουκίδου μας δίνει και έναν ορισμό του ποιήματος: «Ποίημα, το θαρραλέο κοίταγμα κατευθείαν μέσα στα μάτια του θηρίου» (σ. 50).
Γλώσσα
Η Λουκίδου ασχολείται με ποιητές υπαινικτικούς, συμβολικούς και σιβυλλικούς αλλά και καταγγελτικούς της «υποκριτικής και της σκηνοθεσίας της πόζας» (σ. 73), όπως είναι ο Π. Μαυρίδης. Καταγγελτική της βίας, υπερασπιστική του κυνηγημένου είναι και η ποίηση της Κουτροκόη, ευρύτερα πολιτικός ο λόγος του Μέσκου για την «αξιοπρέπεια» όσων χλευάστηκαν και για τα «τραυματισμένα οράματα». Η εκάστοτε επιλογή καθορίζει και το γλωσσικό όργανο.
Ο κριτικός είναι αυτός που μετρά: ένα, δύο, τρία... Πόσα επίθετα, πόσα από αυτά μπορεί να ξεκινούν, για παράδειγμα, με το στερητικό άλφα, πώς παίζει ο ποιητής με τις σύνθετες λέξεις και όμοιο το δεύτερο συνθετικό, αν χρησιμοποιεί βαρύγδουπες λέξεις αντίστοιχες και ταιριαστές με συναισθηματικές εξάρσεις... Το μέτρο, επίσης, μπορεί να επιτείνει ή να υποσκάπτει το σκώμμα· παρηχήσεις, συνηχήσεις, επαναλήψεις, ό,τι μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα το περιεχόμενο του ποιήματος, η χρήση τύπων της καθαρεύουσας εν είδει ειρωνείας και ειρωνικής αντιμετώπισης της εξουσίας που χρησιμοποιεί επιτηδευμένη γλώσσα, η χρήση της γενικής πτώσης με την «επίπλαστη επισημότητα» (σ. 83), το εσκεμμένα επίπλαστο, ο παρατατικός που «παρατείνει και επιτείνει», που κάνει το παρελθόν «να προεκτείνεται», όπως συμβαίνει στην ποίηση του Μυλόπουλου (σ. 168), παρομοιώσεις και μεταφορές, εικονοποιία πλούσια στην προσπάθεια απόδοσης «ενός αισθήματος που ασφυκτιά» (σ. 168). Ο κριτικός επισημαίνει σημεία στίξης, την απουσία τους, κάποια υπαινικτικά κενά και σιωπές, αν το υποκείμενο μιλά σε πρώτο πρόσωπο και πώς περνά στο συλλογικό εμείς, τι μορφή επιλέγει ο ποιητής για να πετύχει καλύτερα τον στόχο του, ας πούμε πεζοποιήματα και χαϊκού, σονέτα και μονόστιχα ή και πολύστιχα ποιήματα, με ομοιοκαταληξία ή χωρίς, με μέτρο ή χωρίς. Ανακαλύπτει τον λυρισμό και τον συναισθηματισμό πίσω από τον αυτοσαρκασμό και την ειρωνεία.
Αλήθεια, ποια είναι η κατάλληλη γλώσσα, ποιες οι ακριβείς λέξεις, οι κατάλληλες για όλα τα δύσκολα θέματα της ποίησης; Από κάποιους, όπως από τον Νικηφόρου, «εξιχνιάζονται με μιαν απλότητα καθημερινή και οικεία» (σ. 33). Ο Μοσκώφ πάλι χρησιμοποιεί συμβολικό λόγο, οραματικό, στοχαστικό, «σιβυλλικό», «κομματιασμένο», ενίοτε «ασύνδετο», προκειμένου να προλάβει να καταγράψει τους πολλαπλούς συλλογισμούς του, καθώς φιλοσοφεί (σσ. 96, 101). Σε άλλες περιπτώσεις, η συγγραφέας επισημαίνει τον μη κρυπτικό χαρακτήρα της γλώσσας, ακόμη κι όταν οι ποιητές μιλούν για «κρύπτιες στιγμές» (Εξάρχου), την κατάθεση της αλήθειας με σαφήνεια, όχι με συμβολισμούς που ενίοτε διαβρώνουν υπόγεια και «δυσχεραίνουν την αναρρίχηση πλανεύοντας την άνυδρη ψυχή» (Κορνέτη, σ. 214), ούτε με αντιστροφές λέξεων, ούτε με εμβόλιμες, χωρίς τίποτε το λαβυρινθώδες στην προβολή καταστάσεων και συμπεριφορών δύσκολων και ανασχετικών των σχέσεων, στην προβολή του έρωτα ολόπλευρα. Η Μπακονίκα το κάνει φανερά και για την Κορνέτη η Λουκίδου επισημαίνει ότι στην ποίησή της «η διαύγεια γίνεται απειλητική, καθώς η διαφάνεια που υπόσχεται ή αλλιώς το βαθύτερο κοίταγμα στις ιδιωτικές ερήμους θα λέγαμε πως μάλλον συγκλονίζει παρά ευχαριστεί» (σ. 215).
Η ευρυμάθεια της Λουκίδου τής επιτρέπει να ανακαλύπτει τις υπέργειες και υπόγειες διασυνδέσεις των ποιητών που μελετά με άλλους στοχαστές και ομοτέχνους, να βρίσκει αναλογίες, να κάνει παραλληλίες, να ανακαλύπτει χρέη, για παράδειγμα του Μέσκου σε Καρυωτάκη και Σολωμό, στο δημοτικό τραγούδι και τον Διγενή. Επισημαίνει βέβαια και τις ονομαστικές αναφορές που κάνουν οι ποιητές σε άλλους των τεχνών, ένα «προσκλητήριο» μέσω των οποίων ο κάθε ποιητής σκιαγραφεί την ταυτότητά του, την ιχνογραφεί μέσω των επιρροών του –«δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», «δείξε μου τα διαβάσματά σου, τις επιρροές σου, να καταλάβω την ταυτότητά σου την καλλιτεχνική».
Ο κριτικός λόγος της Λουκίδου προσαρμόζεται στον εκάστοτε ποιητικό λόγο που προσεγγίζει. Βρίσκει, για παράδειγμα, τις σκοτεινές λέξεις που απαιτούνται για να περιγράψει τον σκοτεινό κόσμο της Χρηστάρα, τις «αναταράξεις εσωτερικής καταγωγής» (σ. 177), το έλλειμμα και την απουσία ενότητας, η νοσταλγία της οποίας λειτουργεί βασανιστικά, τη ρευστότητα, την ανάγκη για ένα «σωσίβιο» (σ. 189), για απεγκλωβισμό «απ’ τις ποικίλες ασφυξίες», για τις «διακυμάνσεις που υφίσταται το οδυνόμενο υποκείμενο» (σ. 190), καθώς καταβυθίζεται «στο βαθύτερο “εγώ”», όπου αντιπαλεύουν αντιθέσεις, όπως «η ποίηση εναντίον της σιωπής ή άλλως η γόνιμη σιωπή ενάντια σε όλους τους θορύβους» (σ. 192), η «τραγική διάσταση του εκφερόμενου λόγου» (σ. 202).
∗∗∗
Δεινή στην ανάγνωση ποιητικών κειμένων η Λουκίδου, ποιήτρια η ίδια, καταθέτει την προσωπική της ματιά χωρίς να καταδεικνύει ή να επιβάλλει, χωρίς να υποκαθιστά το έργο για το οποίο μιλά. Αν, τώρα, λάβουμε υπόψη μας τις τελευταίες προτάσεις του λαμπρού γραμματολογικού δοκιμίου του Τ. Eagleton, Η λειτουργία της κριτικής (The Function of Criticism, 1984), ότι «η νεότερη κριτική είχε γεννηθεί από τον αγώνα (της αστικής τάξης) εναντίον του απολυταρχικού καθεστώτος· αν το μέλλον της δεν καθοριστεί τώρα ως αγώνας εναντίον του αστικού καθεστώτος, δεν πρόκειται να έχει κανένα απολύτως μέλλον», τότε νομίζω ότι το βιβλίο της Λουκίδου έχει μέλλον, καθώς οι ποιητές με τους οποίους επιλέγει να ασχοληθεί υπονομεύουν τις αστικές αξίες.
Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό καρυοθραύστις, τεύχος 6
Comments