Την από αιώνων διαμάχη φιλοσοφίας και ποίησης μελετά μεθοδικά και εμπεριστατωμένα το βιβλίο της Μαρίας Λιτσαρδάκη, Ποίηση και Φιλοσοφία: Από την παλαιά διαμάχη στη σύγχρονη λυροσοφία. Η συγγραφέας διεξέρχεται το θέμα εξετάζοντάς το από αρχαιοτάτων χρόνων έως τις ημέρες μας. Στη διερεύνησή της αυτή μελετά τα σχετικά κείμενα και καταλήγει σε τελεσίδικα συμπεράσματα. Τον όρο «λυροσοφία» ερανίστηκε από ένα κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη με τίτλο: «Νόημα και αλληλουχία στη νέα μας ποίηση», γραμμένο το 1944 και δημοσιευμένο σήμερα στον τόμο Ανοιχτά Χαρτιά, στο οποίο ο Ελύτης απαντά σε ένα δοκίμιο περί της σύγχρονης ποιήσεως του Κωνσταντίνου Τσάτσου, φιλόσοφου, ποιητή και καθηγητή της φιλοσοφίας του Δικαίου, στο οποίο θα επανέλθω παρακάτω.
Ας δούμε όμως πώς διαρθρώνεται το παρόν βιβλίο και συνακόλουθα η διερεύνηση και οι σκέψεις της συγγραφέως. Το βιβλίο πέραν της «Εισαγωγής» και του «Επιλόγου», χωρίζεται σε δύο μέρη, τα οποία επιμερίζονται σε ενότητες. Ο τίτλος του πρώτου μέρους είναι «Η Παλαιά Διαμάχη» και του δεύτερου «Από την διαμάχη στην αρμονική συνύπαρξη».
Είναι γνωστή σε όλους μας ότι αυτή η διαμάχη ξεκινά από τον Πλάτωνα, ο οποίος εξορίζει τους ποιητές από την ιδανική Πολιτεία του, θεωρώντας ανάξια την ποίηση να περιγράψει αρχετυπικές ιδέες. Παρόλα αυτά, o ίδιος επικαλείται τον Όμηρο, για να αποδείξει τα λεγόμενά του, όπως και χρησιμοποιεί την ποιητική ως γλώσσα των διαλόγων του.
Συνεχίζει με τον Αριστοτέλη, ο οποίος αναβάθμισε ουσιαστικά την ποίηση και τη μίμηση, αναλύοντάς την σύμφωνα με τον Kannicht «ως πολιτιστικό φαινόμενο της ζωής». Ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας τη σχέση Ποίησης και Ιστορίας, αποφαίνεται: «και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησης ιστορίας εστίν...».
Κατά τους νεότερους χρόνους παρακολουθούμε τους κυριότερους σταθμούς και τα αίτια αυτής της διαμάχης μέσα από τα κείμενα πολλών φιλοσόφων και ποιητών για το εν λόγω πρόβλημα, μετέχοντας μέσω των κειμένων φιλοσόφων του μεσαίωνα αλλά και αναγεννησιακών, αλλά κυρίως από τα κείμενα της ύστερης κριτικής και μελέτης που άσκησαν νεότεροι διανοητές, πρωτίστως Γάλλοι φιλόσοφοι και στοχαστές από τον περασμένο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας.
Έτσι λοιπόν περνάμε σε μια νεωτερική προσέγγιση της φιλοσοφίας και της ποίησης, όπου η ζυγαριά τείνει να γείρει προς τη μεριά της ποίησης, ως ικανής να εκφράσει πανανθρώπινες έννοιες, αλλά και να απαντήσει σε όλα τα αναπάντητα ερωτήματα που κατά καιρούς εγείρονται, με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Παράλληλα, με την ανάδυση της επιστημονικής σκέψης και με την πειραματική τεκμηρίωση των φαινομένων, έρχεται η ποίηση να φανερώσει την άλλη όψη τους σε φαντασιακό αλλά και σε πραγματολογικό επίπεδο. Από τη μία πλευρά έχουμε τον ορθολογισμό που εξορίζει το άκριτα θεόσταλτο μεταφυσικό δεδομένο, αλλά και ταυτόχρονα την ανάδυση του φαντασιακού, όπου όλα τα φαινόμενα μπορούν να ερμηνευτούν σε ένα άλλο επίπεδο, όχι εκπορευόμενο από το ανεξήγητο ον, αλλά από την έτερη δημιουργική πλευρά της ανθρώπινης φαντασίας και εμπειρίας.
Αυτό διαμορφώνει εξελικτικά έναν νέο τύπο ανθρώπου αλλά και καλλιτέχνη, ικανό για κάθε απάντηση και λύση, που στοχάζεται για το γίγνεσθαι ατομικά και μοναδικά. Είναι η χαρακτηριστική στιγμή της μετάλλαξης, όπου ο ποιητής αφηγείται το εσώτερον εγώ και όχι κατ’ αποκλειστικότητα πράξεις δικές του αλλά και των άλλων εν σχέσει με τη φύση. Η ιδιαιτερότητα προέχει της ομοιομορφίας. Αλλάζουν οι αισθητικοί κανόνες και αποκτούν άλλο νόημα οι αφηγούμενες πράξεις και τα εικονιζόμενα στα έργα τέχνης. Εδώ ο λόγος αποκτά το κύριο βάρος του, εφευρίσκοντας την ιδεολογική του τεκμηρίωση κυρίως μέσω των κειμένων του Εμμανουέλ Καντ. Ως συνεπακόλουθον και η ποίηση αποκτά την ύψιστη δύναμή της, αντικατοπτρίζοντας τη ζωή μέσα από τα ποιήματα όλων των ενταγμένων στο κίνημα του Ρομαντισμού ποιητών, διαμορφώνοντας πέραν της αισθητικής και έναν κώδικα ζωής στις δυτικές κοινωνίες. Από αυτό το κίνημα θα εκπηγάσουν κατά τη γνώμη μου όλα τα κινήματα του εικοστού αιώνα ως επιμέρους αιτήματα των κοινωνικών αναγκών.
Όλη αυτήν την ανάλυση και επεξήγηση παρακολουθούμε στο πρώτο μέρος του βιβλίου, περνώντας από τον Villon και τον Πετράρχη στους Montaigne και τον Καρτέσιο, αλλά με τους στοχαστές όλων των αιώνων που μεσολαβούν και έχουν διαμορφώσει το τοπίο του περάσματος στην ανθρωποκεντρική αντίληψη και τη διαμόρφωση της σύγχρονης αισθητικής θεωρίας. Δεν θα τους αναφέρω, παρέχοντας έναν ονομαστικό κατάλογο, αλλά θα σας αφήσω να οδηγηθείτε από τη σκέψη τους μελετώντας το εν λόγω βιβλίο. Όλα τα κινήματα διαμορφώνουν κανόνες πρόσληψης αλλά και αποδόμησης, όπου το αντιφατικό συνυπάρχει με το τελεολογικό και η ποίηση αποκτά και έχει τη δυνατότητα να συνθέτει τα αντίθετα, παράγοντας αρμονία και υποδεικνύοντας καθολικότερους κανόνες ως προς το ζειν.
Έτσι, αυτή η συμπόρευση στον στοχασμό ποίησης και φιλοσοφίας γεννά μια νέα οπτική θεώρησης των πραγμάτων, φιλοσοφικοποιητική, όπου οι απορίες αλλά και οι αναζητήσεις βρίσκουν απαντήσεις κατόπιν του συγκερασμού και της αρμονικής συνεργασίας αυτών των δύο. Περνάμε από την αισθητική του Χέγκελ, όπου όλα αναλύονται θεμελιωδώς από την άμεση αντίληψη, αλλά και υπερβατικώς από τη φαντασία και τον στοχασμό στη διδαχή, όπου όλα υποδεικνύουν τρόπους ατομικούς αλλά και συλλογικούς στο ον που αποκαλείται άνθρωπος. Όμως, κάθε υπόδειξη εμπεριέχει και μια αλήθεια, την οποία πρέπει να ενστερνιστεί ο άνθρωπος, για να καθορίσει τον βίο και την πολιτεία του εν σχέσει με την ύπαρξή του.
Με οδηγό τη φιλοσοφία του Νίτσε και του Χάιντεγκερ, παρακολουθούμε την προτεραιότητα της ποίησης στη διδαχή του συνανήκειν, εκεί όπου αυτή βρίσκει πρωτεύοντα ρόλο και καθίσταται ο αναγκαίος κύριος τόπος αυτής της πραγμάτωσης. Παρακολουθώντας τον προβληματισμό και τα ερωτήματα όλων αυτών των αιώνων, μας γίνεται αντιληπτό το πώς καταλήξαμε στη σημερινή εποχή να θεωρούμε τον ποιητικό στοχασμό ως την κύρια πηγή απαντήσεων αναφορικά με την ύπαρξη. Το πώς το οντολογικό φορτίο βάρυνε περισσότερο τον ποιητικό από τον φιλοσοφικό λόγο, βρίσκοντας καθολικότερη έκφραση και ισχύ μέσω αυτού.
Σε όλη αυτή την περιδιάβαση μας βοήθησε ο τρόπος που η συγγραφέας μελετά και μας παρουσιάζει το πλήθος των φιλοσόφων, παλαιότερων και νεότερων, οι οποίοι αναφέρονται στα επιμέρους κεφάλαια του πρώτου μέρους του εν λόγω βιβλίου, και οι οποίοι, έχοντας ομόλογο προβληματισμό, εξέτασαν και αυτοί κοινά σημεία και διαφορές φιλοσοφίας–ποίησης και μας παρέδωσαν μέσω των κειμένων τους τα συμπεράσματά τους.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τίτλο, «Από τη διαμάχη στην αρμονική συνύπαρξη», η μελέτη επικεντρώνεται στο οντολογικό φορτίο τριών Ελλήνων και ισάριθμων Γάλλων ποιητών, όπου το έργο των Οδυσσέα Ελύτη, Νίκου Καρούζου και Νικηφόρου Βρεττάκου συνομιλεί οντολογικά με το έργο των René Char, Philippe Jaccottet και Yves Bonnefoy.
Εδώ, κατά τον Alain Badiou βρισκόμαστε στην εποχή των ποιητών, όπου το πεδίο σύμπραξης φιλοσοφίας και ποίησης άλλοτε συμπορεύεται παράγοντας αποτελέσματα και άλλοτε αναζητά τον βηματισμό του. Η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας και η μετατόπιση του ποιητικού λόγου από το εγώ στη γλωσσική επικοινωνία προσπαθεί να περιγράψει και να παραγάγει έργα, όπου δίνονται εκ νέου απαντήσεις σε όλα τα οντολογικά προβλήματα, με τους κινδύνους βέβαια που συνεπάγεται αυτό το εγχείρημα.
Έτσι, στην ποίηση του Ελύτη η γραφή μετατρέπεται σε ανάγκη ύπαρξης, όπου το ελάχιστο αναδύεται σε μέγιστο, προβάλλοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν τον υπαρκτό κόσμο και ταυτόχρονα επεκτείνονται προβαλλόμενα στη μεταφυσική τους διάσταση. Ο Ελύτης οικοδομεί το παράλληλο δικό του σύμπαν, εδραζόμενο σε αυτό το οποίο περιγράφει ποιητικά. Ο τρόπος του είναι ταυτόχρονα φυσικός και μεταφυσικός. Η φιλοσοφία του έγκειται στο να ονομάσουμε ξανά τις λέξεις, ώστε όλο το σημασιολογικό τους βάρος να περιγράψει το σύμπαν και τη θέση του ανθρώπου σε αυτό. Η ύπαρξη άλλοτε βαραίνει υπό το βάρος της φθοράς και της επερχόμενης ανυπαρξίας και άλλοτε το ελαφραίνει το δώρο της ύπαρξης και της εμπειρίας της ζωής. Ο χρόνος μετράται και σηματοδοτείται από τις πράξεις και τη συνειδητοποίηση της ύπαρξης του ατόμου. Όλα έχουν την άλλη τους πλευρά, όχι ως τέλος αλλά ως την άλλη τους όψη, τη διάφανη, την οραματική και προβλέψιμη για τον συνειδητοποιημένο για την ύπαρξή του άνθρωπο.
Ο Νίκος Καρούζος, ποιητής με στοχαστικό λόγο και αυτός ως προς τη σχέση ζωής και θανάτου, μάς δίνει έργο, με διακυμάνσεις κατά τη γνώμη μου, όπου ο χρόνος γίνεται αντιληπτός ως βιωμένη ύπαρξη. Αυτή η αλήθεια της ύπαρξης στοιχειώνει τον ποιητικό λόγο, προσπαθώντας να ορίσει και να περιγράψει την έννοια του χρόνου, την ημέρα, τη νύχτα, τη ζωή τον θάνατο, τη διάρκεια, την αιωνιότητα. Πολλές φορές χρησιμοποιεί κοινόχρηστα σχήματα, για να περιγράψει και να κάνει αντιληπτή την υπαρξιακή του αγωνία. Μετέχει ως ον στον αιώνιο κύκλο της φύσης και υπόκειται και αυτός στους νόμους της φθοράς. Σε αυτή του την αναζήτηση καταφεύγει στα διδάγματα του Ηράκλειτου αλλά και στη χριστιανική μεταφυσική, παραχωρώντας ένα μεγάλο μέρος των αναζητήσεών του στον δογματισμό του αναπάντητου.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος πλησιάζει τα οντολογικά ερωτήματα διαισθητικά και με έναν εμπειρικό τρόπο, όπου το βίωμα υπαγορεύει την αναγκαιότητα της ποίησης. Εντός της συμπαντικής αρμονίας ο ποιητής θα αφουγκραστεί και θα συνειδητοποιήσει την ύπαρξή του. Μέσα από αυτήν θα πραγματώσει τον λόγο του, αναδημιουργώντας τον κόσμο. Συντάσσεται και εναρμονίζεται με αυτήν και όπου διαταράσσεται αυτή, τότε έρχεται η ποίηση για να αποκαταστήσει τη διασαλευθείσα τάξη. Συνιστά τη λυτρωτική πράξη, που με την εκλυόμενη δύναμή της του δίνει το θάρρος να διαβεί το βιοτικό του άνυσμα.
Πάντως, και για τους τρεις προαναφερόμενους ποιητές η σχέση φωτός – σκότους πέραν της φυσικής, αποκτά ποιητικά τη μεταφυσική της διάσταση. Τέλος, θα επεσήμαινα ότι υπάρχουν και άλλοι Έλληνες ποιητές με βαρύτατο ποιητικό οντολογικό φορτίο και στοχασμό που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν ως αναφορά από τη συγγραφέα στην παρούσα πλήρη μελέτη της, όπως ο Δ.Π. Παπαδίτσας, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Τάκης Σινόπουλος κ.λπ.
Ο René Char, εκκινώντας από τους υπερρεαλιστές και εγκαταλείποντάς τους στη συνέχεια, κινείται και αυτός με άξονα την ηρακλείτεια αντίληψη της κίνησης και της επαναφοράς. Πρεσβεύει ότι ποίηση και αλήθεια είναι συνώνυμες. Τα ποιήματά του δίκην αποσπάσματος ή αποφθέγματος αποφαίνονται για την αλήθεια της ζωής. Το ποίημα εμπεριέχει τη ζωή δίχως να τη διαχωρίζει από την άλλη της όψη, που πρεσβεύει ως προέκτασή της και είναι ο θάνατος. Η ποίηση, με αυτήν τη θεώρηση ως τέχνη της ζωής, την επιμηκύνει, προεκτείνοντας τα όριά της. Η επί γης εμπειρία και η βίωσή της μέσω των καθημερινών αντιθέσεων από τον άνθρωπο καθίσταται το επίκεντρο της ποίησής του.
Ο Philippe Jaccottet και στα ποιήματα αλλά και στα πεζογραφήματά του στοχάζεται και διερωτάται για τη ζωή, τον θάνατο καθώς και για την ανθρώπινη ύπαρξη σε έναν κόσμο όπου αυτή είναι ένα «τυχαίο συμβάν του αέρα». Η ποίησή του καταγράφει το ενδιάμεσο μέρος μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Θέτει ερωτήματα ως προς τη θνητότητα και την αποδοχή της ως αναγκαίο ανερμήνευτο μυστήριο της ύπαρξης.
Και εδώ η διαμάχη φωτός – σκότους παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Η υπαρξιακή εμπειρία, που βιώνεται από τον άνθρωπο ως περιπέτεια, με συνεπίκουρη τη σχέση του με τον περιβάλλοντα κόσμο, τη γη και την περιρρέουσα ομορφιά, θα αποδοθεί μέσα από τα ποιήματά του δίχως την ψευδαίσθηση και την προσδοκία της αιωνιότητας, αλλά με το κάλεσμα να ζήσουμε πλήρως την κάθε στιγμή που μας αναλογεί κατά το πέρασμά μας από αυτόν τον κόσμο.
Ο Yves Bonnefoy, τέλος, μας δηλώνει ότι «θα ήθελα να σμίξω, θα ήθελα σχεδόν να ταυτίσω την ποίηση με την ελπίδα...». Το πέρασμα από αυτήν τη ζωή πρέπει να γίνεται με πλήρη επίγνωση όλων εκείνων των στοιχείων που συνιστούν την προετοιμασία για το πέρασμα στην ανυπαρξία. Η ομορφιά του κόσμου σηματοδοτεί τον ανθρώπινο βίο και αυτή η εμπειρία είναι το κέρδος της ύπαρξης, της παρουσίας του επί γης. Η στιγμή εμπεριέχει την αιωνιότητα και αυτό θα πρέπει να είναι η ουσία της ύπαρξης. Στα ποιήματά του ο κόσμος αποκτά νέο νόημα παρά την αντίσταση των λέξεων. Μέσα από το φως που ταυτίζεται με τη ζωή ο ποιητής, έχοντας πλήρη συνείδηση της περατότητας του βίου και του επικείμενου θανάτου, αποδίδει την ομορφιά και την αναγκαιότητα της ενσυνείδητης βίωσής της. Έτσι, η ποίηση καθίσταται πηγή ελπίδας και τρόπος στοχασμού για την ανθρώπινη ύπαρξη που έχοντας αποδεχτεί το τέλος, πλαταίνει τον ορίζοντα της επίγειας διαβίωσής του.
Το συμπέρασμα, στο οποίο θα καταλήξουμε μελετώντας και συμπλέκοντας όλα τα παραπάνω αναφερόμενα, είναι ότι: με το να σκεφτόμαστε ποιητικά λειτουργούμε στοχαστικά, μέσω του ποιήματος αναπαρίσταται ο κόσμος και διαμορφώνεται η γνώμη μας για αυτόν. Μέσω του ποιήματος γεννάται σκέψη ικανή να εμπνεύσει και να αποκαλύψει ή να διδάξει σε όσους γνωστικά το προσεγγίζουν, αλήθειες. Σήμερα ο ποιητής είναι αυτός που θα φτιάξει έναν νέο κόσμο, ερμηνεύοντας τον παλαιό. Το εγώ της ποίησής του που θα εγκαθιδρύσει θα αποτελέσει και το κλειδί της ερμηνείας της. Με τον συγκεκριμένο τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο, αλλά και την ύπαρξή του εντός του, θα επιχειρήσει να τον προσεγγίσει υποκειμενικά και να τον ερμηνεύσει. Το καλό ποίημα σου παρέχει πέραν της γνώσης και της αίσθησης του ωραίου, ευχαρίστηση, επιθυμία να συνεχίσεις να αναζητάς την αλήθεια της ζωής, ικανότητα κρίσης πέραν του συναισθήματος. Η καλή ποίηση διατυπώνει όλα αυτά που δεν μπορούν να διατυπώσουν τα άλλα είδη του λόγου· είναι η μόνη ικανή να αποκαλύψει το Είναι και το Απόλυτο. Είναι σε θέση να συγκεράσει αντιφατικές δυνάμεις και να επιχειρήσει τη σύνθεσή τους. Διότι ο ποιητής ως ευαίσθητος δέκτης μεταπλάθει με την ευαισθησία και τη φαντασία του τα εξωτερικά ερεθίσματα και μας τα προσφέρει ως ποιητικές εικόνες. Τους δίνει υπόσταση και μορφή. Αυτή η επανερμηνεία του είναι η συμμετοχή στην εποχή του. Δημιουργεί μιαν εικόνα, η οποία εντάσσεται σε αυτό που αποκαλούμε παράδοση. Με τη δημιουργική του φαντασία φανερώνει την αθέατη πλευρά του κόσμου, το μη αισθητό. Κατά έναν περίεργο τρόπο λειτουργεί, δίχως να γνωρίζει το πώς. Προϋπάρχει πάντα το έμφυτο χάρισμα που ονομάζουμε ταλέντο.
Γνωρίζουμε όλοι την αιωνιότητα των καλών ποιημάτων, όπου η εξωτερική πραγματικότητα συνυπάρχει σε ισορροπία με τη φαντασία, όπου οι λέξεις επεξεργασμένες από την ιδέα και από το πνεύμα λειτουργούν με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Ο ποιητής ονομάζει τον γύρω του κόσμο με άλλον τρόπο. Ανακαλύπτει ιδιότητες που ο ωφελιμισμός και η σκοπιμότητα αποκρύπτουν και ονοματοδοτεί βάσει της αλήθειας τους. Αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται ενεός στου κόσμου τη μεγαλοπρέπεια. Εδραιώνει τη μεταφυσική των φυσικών πραγμάτων, όπου οι λέξεις φανερώνουν μιαν άλλη ερμηνεία του κόσμου, άγνωστη και ασύλληπτη από τη μέχρι τώρα συνηθισμένη τους χρήση. Και όπως οι λέξεις προέκυψαν από μια ανάγκη που σήμερα την έχουμε ξεχάσει, έτσι και η ποίηση προκύπτει για να το υπενθυμίζει με τον μαγικό της τρόπο.
Για τον όρο «λυροσοφία» θα ήθελα να επισημάνω μερικά πραγματολογικά στοιχεία, μιας και η λέξη παραμένει σχεδόν «αλεξικογράφητη». Ο Οδυσσέας Ελύτης απαντά, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας και είδαμε και πριν, στον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Έχει προηγηθεί η συνομιλία Γ. Σεφέρη-Κ. Τσάτσου, σήμερα με τίτλο, Ένας διάλογος για την ποίηση, όπου και αυτός είναι μια σύγχρονη διαμάχη φιλοσοφίας-ποίησης και όπως μας λέει σε μια αποστροφή του λόγου του ο Σεφέρης, μάλλον μονόλογος για την ποίηση. Σε αυτό το κλίμα του διαλόγου και μετά από χρόνια παίρνει τον λόγο και απαντά ο Οδ. Ελύτης, εισάγοντας τον όρο «λυροσοφία». Διαβάζοντας ξανά τα δύο κείμενα, δε θα απέκλεια την ειρωνική του χρήση από τον Ελύτη, μιας και συνηχούν οι λέξεις λύρα και λήρος ως πρώτα συνθετικά μιας νέας κατασκευασμένης λέξης. Πάντως, όλοι αυτοί οι συσχετισμοί δεν αφαιρούν τίποτα από τη βαρύτητα της έννοιας.
Με την ενεργό παρουσία και τη διαρκή αλληλεπίδραση των δημιουργημάτων αποκτάμε ιστορική μνήμη και ταυτότητα. Δημιουργούμε κοινότητα. Σήμερα που έχει πια παρέλθει η εποχή των προφητών-ποιητών, οι αξίες αποτιμώνται στη ζυγαριά του κέρδους και η ζωή μας συμπλέει καθοριζόμενη από κανόνες της αγοράς, νομίζω ότι είναι χρέος και πάλι των ποιητών να θέσουν εκ νέου τα μεγάλα οντολογικά ερωτήματα, με οδηγό την εμπειρία της ύπαρξης και με εκείνο το ιδιαίτερο χάρισμα που τους δόθηκε να θεώνται διαφορετικά το γύρω τους σύμπαν. Να συλλάβουν εξαρχής ιδέες και έννοιες, να δώσουν τη δική τους πρόταση, προκειμένου να ανακτήσει και πάλι το κύρος της η ποίηση, ώστε να καταλάβει τη θέση που πραγματικά τής ανήκει. Και αυτός ο νέος βηματισμός να γίνει καθοριστικός για την ύπαρξη και το ανθρώπινο γίγνεσθαι. Μετά τους τόσους πολέμους και με όσα συμβαίνουν γύρω μας τίθεται και πάλι επιτακτικά το ερώτημα για τη χρησιμότητα της ποίησης. Κατά πόσο την κοινωνική απαξίωση και την αφαίρεση όλων εκείνων των πολιτισμικών χαρακτηριστικών από την έννοια άνθρωπος μπορεί να αντισταθμίσει η ποίηση, προτάσσοντας τη συλλογικότητα στην ατομικότητα, την κοινωνία ως τελείωση του εγώ, την αντικατάσταση τόσων εικόνων από τη γλώσσα και την επικοινωνία; Αποτιμώνται τελικά όλα με την ωφελιμιστική τους αξία ή κάποιες αξίες της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένουν ανεκτίμητες;
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει επιταχύνει τον χρόνο και έχει δώσει την ψευδαίσθηση της μακροβιότητας, κάνοντας τις αδυναμίες-επιθυμίες προσιτές και προσπελάσιμες από τον καθένα, αφαιρώντας από το προσκήνιο τις πραγματικές αιτίες, μετονομάζοντάς τες και μεταλλάσσοντάς τες σε ανάγκη. Αυτά καλείται σήμερα να εκφράσει και να φανερώσει η ποίηση, με λόγο ευαίσθητο, συγκινησιακό, συνάμα και επικοινωνιακό, που θα μεταμορφώσει τα επιφαινόμενα και θα δώσει το ερέθισμα για σκέψη και απόκτηση γνώσης.
Η παρούσα μελέτη της κυρίας Λιτσαρδάκη προάγει τη σκέψη και τον προβληματισμό με την εμπεριστατωμένη της περιδιάβαση ανά τους αιώνες, αλλά και μέσω των αναλύσεών της στο έργο των ποιητών. Με τη διερεύνηση των αιτίων και των αποτελεσμάτων αυτής της διαμάχης εμπλουτίζει σημαντικά τη βιβλιογραφία αυτού του ζητήματος, προσφέροντάς μας διαφωτιστικές διευκρινίσεις και συμπεράσματα.
Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό καρυοθραύστις, τεύχος 3
Comments