top of page
Αναζήτηση

Νήματα της γραφής | Κούλα Αδαλόγλου

Η λογοτεχνική κριτική, ως μια γοητευτική και γεμάτη προκλήσεις μορφή μεταγλώσσας, αποτελεί μια καταβύθιση στο σώμα των κειμένων με απώτερο στόχο να τα ξεκλειδώσει, νοηματοδοτώντας το αινιγματικό σύμπαν τους, κωδικοποιώντας τις λογοτεχνικές συμβάσεις, αποκωδικοποιώντας τα συγγραφικά σύμβολα και εν τέλει οριοθετώντας υπό μια οπτική, αυτή του κριτικού, το περίγραμμα της λογοτεχνικής δημιουργίας στον ποιητικό ή πεζό λόγο.

Η Κούλα Αδαλόγλου στην πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση των κριτικών κειμένων της με τον τίτλο Νήματα της γραφής, πτυχές κειμένων (εκδ. Ρώμη, 2019), πιστοποιεί όλες τις παραπάνω θεωρητικές επισημάνσεις και προδιαγραφές και αποπειράται να καταδείξει τις «κλωστές», τα αδιόρατα νήματα που συνέχουν τη λογοτεχνική γραφή, που δομούν αθόρυβα το συγγραφικό κόσμο, αλλά τόσο σταθερά και αξεδιάλυτα, ώστε απ’ το τελικό δημιούργημα να είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τα μεμονωμένα συστατικά του στοιχεία, καθώς αυτά έχουν υφανθεί έτσι, ώστε να μην αποκαλύπτονται εύκολα· αυτή είναι εξάλλου η μαγεία της λογοτεχνίας. Γι’ αυτό και η προσθήκη «πτυχές κειμένων», εκείνων δηλαδή των στοιχείων που αφήνουν μια χαραμάδα, για να εισβάλει ο κριτικός στο κυρίως σώμα του λογοτεχνικού έργου και ν’ αναδείξει μοτίβα ή σύμβολα που με τη συνδρομή του θεωρητικού του εξοπλισμού, των αναγνωσμάτων, της ευαισθησίας και της προσωπικότητάς του θεωρεί ότι προκρίνονται και προβάλλονται εντονότερα.

Με άλλα λόγια, η συγγραφέας έχει πλήρη επίγνωση της αποστολής της, γεγονός που αποτυπώνεται όχι μόνο στον τίτλο αλλά και στο εισαγωγικό της σημείωμα που προτάσσεται της έκδοσης, όπου χαρακτηριστικά σημειώνει: «Ένιωσα αρκετές φορές αυτή την ευτυχία να αγγίζω τα νήματα της γραφής, να ψαύω τη μυστική τους ύφανση, τις βελονιές και τους κόμπους. Γιατί για μένα αναγκαία προϋπόθεση για να γράψω ένα κείμενο κριτικής προσέγγισης σε ένα βιβλίο είναι να μου ψιθυρίσει κάτι η γραφή του κι εγώ να κοιτάξω προσεκτικά, να διακρίνω τα εμφανή σημάδια και τα μυστικά της ίχνη». Η τελευταία αυτή αναφορά σε συνδυασμό με την παρακάτω παρόμοια δήλωσή της: «Κριτήριο για την παρουσίασή τους, και τότε, όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν τα σημειώματά μου και τώρα, που συγκεντρώνονται στον τόμο αυτό, είναι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που μου προξένησαν. Κυρίως για τον τρόπο της γραφής, της ποιητικής έκφρασης ή της αναζήτησης στον πεζό λόγο», αποκαλύπτει άλλη μια πτυχή της κριτικής διαδικασίας, ότι εκκινεί από την αισθητική απόλαυση που προκαλεί το κείμενο, συνδιαλέγεται με τα ενδιαφέροντα του κριτικού και προκαλεί μια διέγερση που οδηγεί στην άρθρωση του κριτικού λόγου. Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις η κριτική μπορεί να είναι εποικοδομητική, ελεύθερη και ουσιαστική, όταν οι κώδικες συγγραφέα και κριτικού αναγνώστη συναντώνται κάπου στην κοινή διαδρομή που συνοψίζεται στην αγάπη για τη λογοτεχνία.

Πέρα, λοιπόν, απ’ την ευτυχή αυτή συγκυρία που απαντάται στα κριτικά σημειώματα της Κ. Αδαλόγλου, θα ήταν παράλειψη να μην επισημανθεί μια ακόμη σημαίνουσα ιδιαιτερότητα στην περίπτωσή της. Η Κ. Αδαλόγλου έχει το προνόμιο ν’ αρθρώνει κριτικό λόγο όχι μόνο από τη θέση του κριτικού στην αμιγή του διάσταση αλλά με μια επιπλέον ιδιότητα, αυτή του ίδιου του λογοτεχνικού δημιουργού, καθώς έχει στο ενεργητικό της οκτώ ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Με τη διττή αυτή ιδιότητα, της συγγραφέα και κριτικού, βρίσκεται εξαρχής στην πλεονεκτική θέση να υποδύεται τον έναν και τον άλλο ρόλο, εναλλάσσοντάς τους και τηρώντας τις απαραίτητες πάντοτε αποστάσεις.

Ο συνδυασμός αυτός αποτελεί μια ιδιαιτερότητα που της επιτρέπει να κινείται σε δυο διαφορετικούς κόσμους, με σημείο τομής τη γλώσσα, τις λέξεις, το πρωτογενές υλικό που άλλοτε επενδύεται με λογοτεχνικούς τρόπους και εκφράσεις κι άλλοτε αποκτά τη στιβαρότητα του επιχειρηματολογημένου κριτικού λόγου, που στην περίπτωσή της είναι δεδομένος κι αδιαμφισβήτητος, καθώς η Κ. Αδαλόγλου ως διακεκριμένη φιλόλογος υπηρέτησε απ’ όλες σχεδόν τις διοικητικές και επιστημονικές θέσεις της εκπαίδευσης και μάλιστα απ’ τις πιο πρόσφορες για την προαγωγή της λογοτεχνίας στο δημόσιο σχολείο, γεγονός που προσθέτει μια επιπλέον δυναμική στο έργο της.

Με όσα έχουν επισημανθεί καταδεικνύεται ήδη εκ των προτέρων η αξιοπιστία της κριτικής προσέγγισης της λογοτεχνίας που επιχειρεί η Κ. Αδαλόγλου: επιστημονική σκευή, συστηματική ενασχόληση με την τέχνη του λόγου ως δημιουργός και κριτικός. Εκείνο, όμως, που αποτελεί τη σημαντικότερη, κατά τη γνώμη μου, συμβολή του συγκεκριμένου τόμου είναι το γεγονός ότι τα κριτικά της σημειώματα συνοψίζουν την πιο σύγχρονη περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας και συγκεκριμένα τη λογοτεχνική παραγωγή από το 1995 έως το 2018, με την πρόθεση να συστήσουν δημιουργούς, ποιητές και πεζογράφους, απ’ το κέντρο, αλλά κυρίως από την περιφέρεια, που τα ονόματά τους και πολύ περισσότερο το έργο τους δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστά στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.

Αποτελεί ίσως η απόπειρά της αυτή ένα πανόραμα της σύγχρονης λογοτεχνίας, παρουσιασμένο συγκεντρωτικά, ώστε ο αναγνώστης να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής του. Δίνεται με τον τρόπο αυτό στον αναγνώστη η δυνατότητα μέσω του κριτικού λόγου να παρακινηθεί να μυηθεί περαιτέρω στο έργο ενός ποιητή ή πεζογράφου που η θεματολογία και η αφηγηματική οπτική του, όπως παρουσιάστηκαν από την Κ. Αδαλόγλου, του κέντρισαν το ενδιαφέρον.

Εξάλλου, είναι βέβαιο ότι ο «επαρκής» αναγνώστης μέσω του συγκεκριμένου έργου κυριολεκτικά περιδιαβαίνει τον σύγχρονο λογοτεχνικό κόσμο, έχει την ευχέρεια των συγκρίσεων, των συνολικών διαπιστώσεων και τη γενική εποπτεία μιας λογοτεχνικής διεργασίας εν τη εξελίξει της. Πρόκειται, λοιπόν, για μια διεισδυτική ματιά σε μια «φρέσκια» λογοτεχνική παραγωγή που αναδεικνύει τους προβληματισμούς, τα αισθητικά σχήματα και τη θεματολογία που προκρίνει μια εποχή, η δική μας.

Με την απαραίτητη αυτή επισήμανση γίνεται αντιληπτό ότι τα κείμενα έχουν έναν συνεκτικό δεσμό, τον χρόνο (σκιαγραφούν τη σύγχρονη λογοτεχνία), ειδολογική κατάταξη (αφορούν στην ποίηση, την πεζογραφία, το δοκίμιο), κοινή αφόρμηση (η κατάδειξη της «προσωπικής σχέσης της συγγραφέα με τα νήματα της γραφής») και όλα αυτά αποτελούν τις κλωστές, το δομικό υλικό της κριτικής γραφής της Κ. Αδαλόγλου που καθοδηγούν τον αναγνώστη με ασφαλή τρόπο σε αδιερεύνητα μονοπάτια της συγκεκριμένης λογοτεχνικής περιόδου μέσω του έργου σαρανταεννέα συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων, που άφησαν ο καθένας το δικό του στίγμα στον λογοτεχνικό χάρτη.

Αν ερευνηθούν συστηματικότερα και πιο εξειδικευμένα τα κριτικά σημειώματα της Κ. Αδαλόγλου, προκύπτουν ενδιαφέρουσες επισημάνσεις που κατατείνουν στο γεγονός της διεισδυτικής και ενδελεχούς προσέγγισης της κάθε συγγραφικής περίπτωσης. Αυτό αποδεικνύεται ήδη από τους τίτλους των σημειωμάτων. Άλλοτε συμπυκνώνουν: «Σαν κάθαρση» για την ποιητική συλλογή του Βασίλη Αρφάνη Απόκρεω (εκδ. Γαβριηλίδης, 2004), άλλοτε στήνουν παιχνίδι με τον τίτλο του βιβλίου: «Η καταφανής εξωστρέφεια ενός εσωστρεφούς κοινωνικού υποκειμένου» για τα ποιήματα της Πολύνας Μπανά στη συλλογή της Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017), άλλοτε απομονώνουν τα δομικά στοιχεία του λογοτεχνήματος, αποδίδοντας την ιδιαιτερότητά του: «Ο ευθυτενής φόβος, η ερήμωση και η Άμπελος της μνήμης» για Τα 6,6 της σκηνοπηγίας (εκδ. Παρέμβαση, 2000) του Β. Π. Καραγιάννη και πολλά άλλα δείγματα τίτλων που είναι αποκαλυπτικά του πυρήνα του κριτικού σημειώματος και μαρτυρούν, σε όποιον ξέρει τα λογοτεχνικά κείμενα, το επίκεντρο της κριτικής απόπειρας της Κ. Αδαλόγλου και τα θεματικά κέντρα στα οποία θα επικεντρωθεί.

Στις ιδιαίτερες λεπτομέρειες της κριτικής συνεισφοράς της Κ. Αδαλόγλου συμπεριλαμβάνεται η προσφιλής της τακτική να συσχετίζει στις περισσότερες των περιπτώσεων τα έργα των συγγραφέων τα οποία παρουσιάζει με προγενέστερά τους, γεγονός που είναι αποκαλυπτικό αφενός της ευρύτητας της αναγνωστικής της εμπειρίας, ώστε να είναι σε θέση να καταδεικνύει τη λογοτεχνική συνέχεια των συγγραφέων και την εξελικτική τους πορεία και αφετέρου της διαπίστωσης ότι η κριτική για την ίδια δεν είναι μια περιστασιακή ενασχόληση, ένα πάρεργο, αλλά μια συστηματική εν τω συνόλω της πνευματική διεργασία που με αξιοπιστία, συνέπεια και συνέχεια πιστοποιεί τη δυναμική παρουσία της στον χώρο των γραμμάτων.

Ως δομικό στοιχείο των κριτικών σημειωμάτων της Κ. Αδαλόγλου πρέπει να επισημανθεί η παρουσίαση των βασικών θεματικών αξόνων που διαχρονικά η λογοτεχνία πριμοδοτεί. Πρόκειται για τον έρωτα, τον θάνατο, τη μοναξιά, την ενοχή, τη μνήμη, το ταξίδι, τη φυγή, το πάθος, τη θλίψη μέσω της δυναμικής σύζευξης ή διάζευξής τους. Κι ένα δείγμα αυτής της διαλεκτικής σχέσης, όπως την αποκαλύπτει η περιπέτεια της γραφής: «Σα να ξυπνάει το ποιητικό υποκείμενο από έναν εφιάλτη και να προσπαθεί να τον περιγράψει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να βρει παραμυθία, σε μια αφήγηση που γυρίζει στο παρελθόν, στα παιδικά χρόνια και σε μια αμφιλεγόμενη αθωότητα. Στην αφήγηση αυτή το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό, το λογικό με το απροσδόκητο. Έτσι, η αφήγηση που προοριζόταν για παραμυθία καταλήγει να γίνει πάλι εφιάλτης για το ποιητικό υποκείμενο».

Αυτός είναι ο κριτικός λόγος της Κ. Αδαλόγλου: συμπυκνωμένος, με κοφτές, μικρές περιόδους που σημαδεύουν κατευθείαν στο ζητούμενο, χωρίς περιστροφές, συχνά με τη χρήση ερωτημάτων που τονίζουν την πολυσημία του κειμένου: «Είναι κάποιο παιδικό όνειρο; Ένας καημός; Είναι σημάδι καταγωγής; Αφηγήσεις από παππούδες;», άλλοτε υποβάλλουν μια λογοτεχνική υπόθεση: «Έχουμε, λοιπόν, έναν παπαδιαμαντικό συγγραφέα της εποχής μας;» ή απλά διατυπώνουν μια εύλογη απορία που οδηγεί φυσιολογικά σε μια κριτική ερμηνεία στηριγμένη στα δομικά υλικά του κειμένου, άρα το ερώτημα στην περίπτωση αυτή συνέχει την κριτική προσέγγιση και προωθεί την κριτική τακτική: «Όμως τι σημασία έχει που ο ερωτευμένος τόπος έχει ημερομηνία παραμονής και σύνορα που κλείνουν; Τι είναι προσωρινό άραγε, όταν η στιγμή έχει την ανείπωτη ένταση;».

Τον ίδιο στόχο, δηλαδή τη συνοχή και τη συνεκτικότητα, φαίνεται να υπηρετεί και η έμφαση της Κ. Αδαλόγλου στην ανίχνευση των θεματικών και αισθητικών παραμέτρων των κειμένων μέσω της επισήμανσης των συντακτικών, εκφραστικών, γλωσσικών ή αφηγηματικών τεχνικών που υιοθετεί ο δημιουργός για να δομήσει τον λογοτεχνικό του κόσμο. Οι τεχνικές αυτές φόρμες στήνουν το σκηνικό και η ανάδειξη του συσχετισμού τους δίνει μια πιο εσωτερική προοπτική.

Πολύ συχνή, εξάλλου, είναι και η έμφαση που δίνει σε μια πιο σύγχρονη θεωρητική ματιά στην κριτική προσέγγιση των κειμένων μέσω του εντοπισμού στοιχείων διακειμενικότητας (συνομιλίας του συγκεκριμένου λογοτεχνικού κειμένου με άλλα κείμενα ή συγγραφείς) και αυτοαναφορικότητας (της άμεσης ή έμμεσης δηλαδή παραπομπής του συγγραφέα στον τρόπο με τον οποίο γράφεται το κείμενό του, της επισήμανσης των δομικών στοιχείων που το αποτελούν και του τρόπου διάδρασής τους στη διαδικασία της συρραφής του).

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χειρισμού αυτοαναφορικότητας απ’ την Κ. Αδαλόγλου εντοπίζεται στο κριτικό σημείωμα «Ψηλαφώντας τις λέξεις» για την ποιητική συλλογή της Ελένης Κοφτερού Στο λάμδα των χελιδονιών (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2014): «Στην ποίηση της Ελένης Κοφτερού φωνήεντα και σύμφωνα εικονογραφούν τη φύση, διπλώνονται, για να εκφράσουν τη θλίψη, μπουμπουκιάζουν, για να εκφράσουν τη χαρά και την τρυφερότητα. Εγκλωβισμένα συναισθήματα, απώλειες, κοινωνικές αιχμές, σε ένα ποιητικό εργαστήρι με τα υλικά του σε ετοιμότητα: λέξεις και γράμματα, φθόγγοι και ήχοι, έννοιες και συνδηλώσεις».

Στην ίδια φιλοσοφία εντάσσεται και η τακτική της σε κάποιες περιπτώσεις ν’ ανοίγει έναν γόνιμο διάλογο για τα λογοτεχνικά ζητήματα, δίνοντας τη δική της οπτική, τεκμηριώνοντάς την ταυτόχρονα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναφορά της στον όρο «πεζά ποιήματα», όταν αναλύει την ποιητική συλλογή του Γ. Χ. Θεοχάρη Πιστοποιητικά θνητότητας (εκδ. Σύγχρονη Έκφραση, 2014): «Γίνεται πολλή συζήτηση για τα πεζά ποιήματα, τα σύντομα-μπονζάι διηγήματα, τα όρια-στεγανά ανάμεσα στην ποίηση και το πεζό. Τι είναι ποίηση τι πεζογραφία και τι το ανάμεσά τους, παραφράζοντας τον στίχο του Σεφέρη. Δεν είναι εύκολο να τεθεί η διαχωριστική γραμμή. Θεωρώ ότι βασικά στοιχεία, για να θεωρηθεί ένα τέτοιο εκτεταμένο κείμενο ποίημα είναι ο εσωτερικός ρυθμός, η πύκνωση του νοήματος, άρα η αφαιρετική έκφραση, και ένα πέταγμα προς μια μη ρεαλιστική πραγματικότητα. Με την οπτική αυτή συγκαταλέγω τα κείμενα αυτά του Θεοχάρη στα ποιήματα. Και ομολογώ ότι με γοητεύουν ιδιαίτερα».

Άλλες φορές μπαίνει στον πειρασμό να κάνει άμεσα αναγνωστικές προτροπές, όχι για να κατευθύνει προς μια εκδοχή, αλλά κυρίως για να επισημάνει τη δυναμική του λογοτεχνικού λόγου που ο κριτικός οφείλει ν’ αναδείξει, για ν’ απομακρύνει τον αναγνώστη από εύκολες υποθέσεις και απ’ τα παιχνίδια της λογοτεχνίας να προβάλλει εμφατικά ως δεδομένα στοιχεία που έμμεσα υπονομεύει. Ενδεικτικό προς την κατεύθυνση αυτή είναι το παρακάτω απόσπασμα που αφορά στην κριτική της ποιητικής συλλογής Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης (εκδ. Γαβριηλίδης, 2016) της Χλόης Κουτσουμπέλη: «Οι ιστορίες των ποιημάτων είναι ιστορίες απωλειών. Όχι μόνο ερωτικών απωλειών και διαψεύσεων γενικά. Θα ήταν πολύ περιοριστικό να διαβάσει κάποιος τα ποιήματα από την οπτική της γυναίκας που ταλανίζεται απ’ τον χαμένο έρωτα. Προτείνω να διαβαστούν από την πολύ ευρύτερη οπτική του ανθρώπου, θηλυκού γένους στη συγκεκριμένη περίπτωση, που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στα χάσματα που ανοίγουν οι περιστάσεις της ζωής αλλά και η συμπεριφορά των άλλων. Το ποιητικό υποκείμενο στήνει γέφυρες με τα παραμύθια που υφαίνει η ποιητική αφήγηση, σε διαρκή ταλάντωση ωστόσο πάνω από το κενό που τείνει να το καταπιεί και που μαζί του το ποιητικό υποκείμενο φλερτάρει επικίνδυνα».

Τέλος, χωρίς να μπορεί ν’ αποποιηθεί πρωτίστως την ιδιότητα της φιλολόγου που διετέλεσε σχολική σύμβουλος και υπήρξε μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων της Έκφρασης-Έκθεσης του Λυκείου, συχνά υποδεικνύει λογοτεχνικό υλικό που θα ήταν κατάλληλο να αξιοποιηθεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως αφόρμηση για δημιουργική γραφή: «Έχω την αίσθηση ότι με τον τρόπο αυτό της ποιητικής έκφρασης στα Δευτερόλεπτα του φόβου, δηλαδή με υλικά αναγνωρίσιμα και προσιτή την πρώτη ανάγνωση, η ποίηση του Γιάννη Κοντού λειτουργεί και σε πολύ νέους αναγνώστες. Θα πρότεινα η συλλογή να δοκιμαστεί σε εργαστήρια ανάγνωσης και δημιουργικής γραφής στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».

Είμαι πεπεισμένη, μετά από πολλά χρόνια θητείας στην ανάγνωση της λογοτεχνίας και στην ενασχόληση με τη λογοτεχνική κριτική ότι, όπως συνήθιζε συχνά να επαναλαμβάνει ο αείμνηστος πανεπιστημιακός μου δάσκαλος Παναγιώτης Μουλλάς, ο συγγραφέας-δημιουργός-λογοτέχνης πιστοποιεί την αυθεντικότητά του μέσω της επανάληψης σταθερών μοτίβων, τα οποία σταδιακά εμπλουτίζει και αναδιαμορφώνει στην εξελικτική του πορεία, έτσι και ο γνήσιος κριτικός της λογοτεχνίας μέσω της συνεχούς τριβής με την πρωτότυπη δημιουργία του λόγου κωδικοποιεί τα ερμηνευτικά του κλειδιά και τυποποιεί το ύφος και τις τεχνικές του. Αυτή είναι και η γενικότερη αίσθηση που αποκόμισα από την επαφή μου με τα κριτικά σημειώματα της Κ. Αδαλόγλου. Της αξίζει μια τέτοια ανάγνωση.



Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό καρυοθραύστις, τεύχος 5

2 Προβολές0 Σχόλια

Comments


bottom of page