Ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής του Βασίλη Στάμου, Η εποχή του σιδήρου, καλεί τον αναγνώστη σε μια διερεύνηση των αναλογιών, των ομοιοτήτων και των διαφορών που παρουσιάζει η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος με τη σύγχρονη εποχή και συγκυρία, με τις προσδοκίες να στρέφονται, βασικά, προς την κατεύθυνση της κρισιμότητας, της μεταβατικότητας, της ρευστότητας των όρων και των ορίων, με βάση τα οποία μορφοποιείται η σημερινή συνθήκη. Το βιβλίο αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από πεζόμορφα ποιήματα, μικρής ή μέσης έκτασης, που έρχονται για να επιβεβαιώσουν αυτήν την προβληματική του ποιητή σχετικά με την αλλαγή που επήλθε και που αντικατοπτρίζεται πολύ εύστοχα στις μορφές και τις μορφοποιήσεις της εν γένει ποιητικής τέχνης.
Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τον κοινωνικό προσανατολισμό της ποιητικής σκέψης και έκφρασης του Στάμου. Και είναι τόσο έντονη και βαθιά αυτή η προβληματική που αμέσως προσδίδει στα ποιητικά του κείμενα μια αιχμηρότητα και μια καυστικότητα που, πραγματικά, σπανίζει μέσα στο σύγχρονο ελληνικό ποιητικό πεδίο. Γιατί αυτό που, κατά βάση, χαρακτηρίζει τα ποιήματα της συλλογής είναι μια τόλμη και μια τολμηρότητα, που δεν προκύπτει τόσο από τις ιδέες, όσο από την ίδια τη σύνθεση, η οποία προσλαμβάνει έναν χαρακτήρα και μια χροιά ξεκάθαρα ανατρεπτική, αντισυμβατική, καινούργια. Την πρόθεση και τη στόχευση αυτή υπηρετεί πολύ αποτελεσματικά η ίδια η γλώσσα των κειμένων, που δείχνει να προσεγγίζει έναν λόγο προφορικό, στην πραγματικότητα όμως είναι επιδέξια τεχνουργημένη, έτσι που να αποκτά έναν τόνο θεατρικότητας, μια χροιά δραματικής έκφρασης. Πολλές φορές, μάλιστα, παρακολουθεί κανείς να συμβαίνει το εξής παράδοξο ή ανοίκειο ή ασύνηθες στην ποιητική πράξη και πρακτική, το κείμενο δηλαδή να χωνεύει στην ύλη του πολλές και διαφοροποιημένες μεταξύ τους αποχρώσεις του λόγου και να υφαίνεται με μια σειρά από ύφη ή τόνους ή διαθέσεις, που περιλαμβάνουν και οικειώνονται την εξομολόγηση, την περιγραφή, την αφήγηση, τον διάλογο, την απόφανση. Και όλα αυτά καλυμμένα με το πέπλο της ειρωνείας. Της ειρωνείας που εμποτίζει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις και φτάνει ώς το σημείο να τα στρεβλώνει, να τα παρουσιάζει παραμορφωμένα και μισά, έτσι που να γεννιέται άμεσα η εντύπωση μιας πραγματικότητας που φέρει επάνω της αυτά ακριβώς τα σημάδια της παραμόρφωσης και μιας παραδοξότητας που έγκειται στη θεώρηση του αδιανόητου ως αυτονόητου και παραδεκτού. Γιατί αυτή ακριβώς φαίνεται πως είναι η στόχευση του Στάμου, να καταδείξει τις αντινομίες και τις αντιφάσεις, από τις οποίες είναι ποτισμένη η ζωή, έτσι όπως αυτή έχει μορφοποιηθεί από τις σύγχρονες κυρίαρχες δομές και τάσεις: «Μα ποιος νοιάζεται σήμερα για την αξιοπιστία. Η αλήθεια ευσταθεί μόνο στα media. Πείτε την παραπάνω να ’μαστε σίγουροι.» («Λυπάμαι, είναι έλλειψη», σ. 34).
Οι ανθρώπινες μορφές, που πρωταγωνιστούν σε καθένα από τα ποιητικά αυτά κείμενα, αποτελούν φιγούρες σε μεγάλο βαθμό θολές και απροσδιόριστες, ταυτόχρονα όμως απόλυτα αναγνωρίσιμες και οικείες. Πρόκειται για ανθρώπους που εμφανίζονται με την ιδιότητά τους, κυρίως επαγγελματική ή κοινωνική, οι οποίοι, την ίδια στιγμή που μένουν εντός του πλαισίου και των ορίων που ορίζει η ιδιότητά τους αυτή, την ίδια εκείνη στιγμή εκτρέπονται σε πράξεις και κινήσεις, οι οποίες έχουν σαν κοινό παρανομαστή την απελπισία και την αδιέξοδη ενατένιση μιας ζωής που μοιάζει να έχει βυθιστεί σε τέλμα: «Το μαγαζί μου είναι νεκρό αλλά όχι άθαφτο. Μπαινοβγαίνει ένας άνθρωπος με μια μεζούρα που λίγο καιρό πριν κρεμάστηκε από το μουστάκι του. Στη γωνιά της γλώσσας στέκεται μελαχρινή μια δασκάλα, βαλσαμωμένη στο χιαστό, που τη βρήκε η επιδημία και πια δεν αγγίζει τίποτα. Η γιαγιά σε χρώμα κλινικό τηγανίζει ψάρια γιατί οι γιαγιάδες αυτό κάνουν, τηγανίζουν ψάρια. Ο χημικός που πέφτει και ξαναπέφτει από το τρίτο σκαλί της τρίτης ηλικίας και όλο κάνει reset, μιλάει για το ουράνιο τέλος κι όσοι δεν ξέρουν τον περιοδικό πίνακα λένε πως έπαθε άνοια.» («Το μαγαζί», σ. 21). Ο τρόπος αυτός χειρισμού και παρουσίασης των ηρώων, όχι καμωμένος δίχως συμπάθεια, καταδεικνύει περίτρανα το ευάλωτο του ανθρώπου, την αδυναμία του να αντισταθεί στη σύγχρονη συνθήκη που ολοένα τον συνθλίβει και τον κάνει να μοιάζει με καρικατούρα, με μια μορφή που προξενεί ταυτόχρονα τη θλίψη και τη λύπηση. Πρόκειται για τους ανθρώπους του σήμερα που είδαν την ύπαρξή τους να καταργείται, να ακυρώνεται κάτω από την πίεση μιας σειράς γεγονότων που αναφέρονται μεν υπαινικτικά, αποκτούν όμως ένα ξεκάθαρο περίγραμμα στο μέτρο και στο βαθμό που ξεπέρασαν κατά πολύ το επίπεδο του αναμενόμενου, του φυσιολογικού, του εύκολα και εύλογα αντιληπτού.
Αυτός ακριβώς ο παραλογισμός και το παράλογο που αγγίζει όλες τις πτυχές του εσωτερικού και εξωτερικού βίου αντικατοπτρίζεται, πέρα από τις ανθρώπινες μορφές, στην ίδια τη δόμηση των κειμένων, πολλά από τα οποία προσλαμβάνουν τη μορφή μικροϊστοριών που εκτυλίσσονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύουν την απορρύθμισή τους. Η σύνθεση, με άλλα λόγια, ακολουθεί μια οδό που μοιάζει να ανοίγεται εκείνη τη στιγμή υπό το κράτος της σύγχυσης όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και της ίδιας της γραφής, που φαίνεται να ακολουθεί και να καταγράφει αυτήν ακριβώς την έλλειψη προσανατολισμού, συνέπειας, σταθερότητας, ασφάλειας που συνέχει και συγκροτεί τον σύγχρονο βίο σε όλες του τις διαστάσεις και συνιστώσες. Πρόκειται για μια ευτυχή συγκυρία αντικατοπτρισμού ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη, με τη δεύτερη να καθίσταται απόλυτα απογυμνωτική, διεισδυτική και αποκαλυπτική της πρώτης, φτάνοντας μάλιστα στα ακραία σύνορά της. Από αυτή την άποψη, η γραφή του Στάμου, έτσι όπως τεχνουργείται, έρχεται για να προασπίσει το δικαίωμα της τέχνης και, κατ’ επέκταση του καλλιτέχνη, να αναπαράγει την πραγματικότητα χωρίς την παραμικρή ωραιοποιητική διάθεση, χωρίς την παραμικρή τάση να απαλύνει και να λειάνει τις αιχμηρές της πλευρές. Αυτό βεβαίως δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο λόγος στη συγκεκριμένη περίπτωση προσεγγίζει μια ρεαλιστική ή ακόμα και νατουραλιστική λογική. Ίσα ίσα που τα κείμενα του Στάμου δεν κρύβουν τον πλαστουργημένο τους χαρακτήρα, την αλήθεια τους ότι αποτελούν προϊόντα της φαντασίας και του λόγου που αποζητούν όχι την αναπαραγωγή, αλλά την ανάπλαση της πραγματικότητας, από την οποία εκκινούν και στην οποία αναφέρονται.
Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό καρυοθραύστις, τεύχος 10-11
Opmerkingen