Είναι δώρο σπάνιο –και γι’ αυτό ανεκτίμητο– να συναντηθούν στη ζωή τους άνθρωποι που μπορούν να συνομιλούν άριστα μέσα από τις σιωπές τους. Σ’ αυτούς τους τυχερούς συνοδοιπόρους η σιωπή καίει δίχως παρέα, μοιράζεται και γίνεται λόγος, ταξίδι από το μαύρο στο φως, παραμύθι γεμάτο αλήθεια.
Η Εορδαία Γη είναι προϊόν ενός σπάνιου για τα ποιητικά πράγματα φαινομένου. Ενώ η δημιουργία της ποίησης συνεπάγεται μία πορεία μοναχική, ατομική, ο Χρήστος Τουμανίδης με τον Γιώργο Δελιόπουλο ένωσαν τα βήματά τους σε μια πρωτότυπη ποιητική συνεύρεση, σε έναν μαγευτικό χορό των στίχων τους.
Η γη της Εορδαίας, που δανείζει τον τίτλο στη συλλογή, χωρίς να είναι γενέθλιος τόπος κανενός τους, γίνεται μία έννοια πολύσημη στο βλέμμα, στη ζωή και στη γραφή τους. Η Εορδαία Γη ήταν μόνο η αφορμή. Ο συγκεκριμένος τόπος τούς πρόσφερε το μπαλάκι ενός ιδιότυπου ποιητικού πινγκ-πονγκ. Περπατούν παρέα στην Εορδαία γη και στο νοερό μονοπάτι της ποίησης συνομιλούν. Εσωτερικός και στοχαστικός ποιητής ο Τουμανίδης, «μεταφράζει» τους υπαινικτικούς στίχους του Δελιόπουλου και απαντά με συναισθηματική κι εκφραστική πυκνότητα. Το ιδιωτικό γίνεται στην αρχή συντροφικό και στη συνέχεια, με τη δημοσίευση των ποιημάτων τους, καθολικό· το τοπικό γίνεται οικουμενικό και άχρονο.
Η κοιλάδα της Εορδαίας, πανάρχαια κοιτίδα των Μακεδόνων, περιβάλλεται από τα φυσικά τείχη των βουνοπλαγιών Βερμίου, Σινιάτσικου και Βόρρα. Οι πιθανές εκδοχές της ετυμολογίας του ονόματος (τόπος με άφθονα νερά, αγαπημένη γη, ωραίος, εύφορος τόπος, πλούσια σε ρόδα γη) μαρτυρούν τα πλούσια φυσικά χαρίσματα της περιοχής. Ο μεγάλος αριθμός προσφύγων από τη Μ. Ασία και η αυξανόμενη εκμετάλλευση του ορυκτού της πλούτου σημαδεύουν τη νεότερη ιστορία της. Εργάτες στα λιγνιτωρυχεία και στα εργοστάσια της ΔΕΗ αλλά και δημόσιοι υπάλληλοι κυριαρχούν στην ανθρωπογεωγραφία της. Η σύγχρονη ζωή της επαρχίας σημαδεύει την καθημερινότητά της. Στίγματα του παρελθόντος μένουν στο σήμερα και προδικάζουν το αύριο. Ο τόπος μέσα στον χρόνο νοηματοδοτεί τις ανθρώπινες σχέσεις· η συλλογική μνήμη αλέθεται με την ατομική εμπειρία. Οι δύο ποιητές ενώνουν τα θραύσματα από τα τραύματα που αφήνει η Ιστορία στον άνθρωπο και ο άνθρωπος στη φύση και ξεφεύγουν από τον συγκεκριμένο χώρο, μιλώντας για τον κάθε άνθρωπο, τον κάθε τόπο πέρα από χρονικούς περιορισμούς.
Ο υπότιτλος της ποιητικής συλλογής, από την άλλη, βάζοντας το κτητικό «μας» στον τίτλο του Προυστ –Αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο– παραπέμπει στην αιώνια επιθυμία του ανθρώπου να βγει αυτός νικητής στη μάχη με τον χρόνο. Η μνήμη –λεπίδα στον λαιμό του χρόνου– μπορεί να μην είναι ανώδυνη, αλλά βασανιστική. Ωστόσο, είναι απαραίτητη, αφυπνιστική και μας κρατάει ζωντανούς. Μεταδοτική και συνδετική μνήμη ενώνει τα περασμένα με τα τωρινά. Ξύνει τις ανθρώπινες πληγές και γίνεται φιτίλι για τους ποιητές.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα (Από τη μεριά του Χρήστου) αποτελείται από 26 ποιήματα του Χρήστου Τουμανίδη, απλωμένα σε τέσσερις υποενότητες. Ο Τουμανίδης ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’70. Οι ποιητές της περιόδου αυτής, πέρα από τις ατομικές διαφοροποιήσεις, έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που διακρίνονται και στην ποίηση του Τουμανίδη: «Ο ποιητής ταυτίζεται με τις λέξεις, το συναίσθημα και τις αγωνίες. Παλεύει να καταστήσει εφικτό έναν καινούριο διάλογο μεταξύ λέξεων κι ανθρώπων, ύλης και συναισθήματος. […] Παρεμβαίνει εικαστικά στη γλώσσα μέσα από τη λιτή ασάφεια και […] η φράση γίνεται εικόνα. […] Είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης της ιστορίας με τον άνθρωπο, του ατόμου και της κοινωνίας που τον περιβάλλει. […] Οι ποιητές της γενιάς του ’70 αξιοποιούν τον μύθο και την Ιστορία ως σύμβολα ή βιώματα για την έκφραση της κοινής μοίρας. […] Το έργο των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από στοχασμό και ήπια μελαγχολία. […] Ευνοούνται οι συνειρμικοί συλλογισμοί με συμβολική προσέγγιση. […] Ο στίχος, αν και πάντα ελεύθερος, διαφέρει από δημιουργό σε δημιουργό […] Επιλέγεται σταθερά η πεζολογική προσέγγιση».
ΕΝ ΑΡΧΗ…, η πρώτη υποενότητα με οχτώ ποιήματα. Το παιχνίδι αντιθέσεων σε επίπεδο έκφρασης (με κυρίαρχη αυτήν ανάμεσα στον λόγο και τη σιωπή) «σημαίνει» παραστατικά σε επίπεδο νοήματος την εσωτερική ταραχή του ποιητικού υποκειμένου. Ταραχή που δεν πηγάζει από ατομικά προβλήματα, αλλά από τα συλλογικά αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας. Το α΄ ενικό πρόσωπο δεν προσδίδει εξομολογητικό τόνο, καθώς εναλλάσσεται με το α΄ πληθυντικό. Ο ποιητής γίνεται κοινωνός και νοσταλγός του τόπου, της ιστορίας και του παρόντος του. Τα φουγάρα των εργοστασίων, τα φορτηγά που κουβαλούν τα χώματα κάνοντας τον τόπο να μοιάζει κλεψύδρα, η μετανάστευση και η προσφυγιά, ο λιγνίτης που μαυρίζει το τοπίο και τις ψυχές, οι στάχτες του θανάτου που σκορπίζονται πάνω σε χωριά και κατοίκους, τα όνειρα που δείχνουν αυταπάτες, όλα διαγράφουν ένα συναισθηματικό πλαίσιο που αγγίζει τα όρια της απαισιοδοξίας με έναν λυρισμό, όμως, τρυφερό, ήπιο. Το μοτίβο της σιωπής που δεσπόζει στα ποιήματα κλονίζεται από τον ήχο των λέξεων που ακούει ο ποιητής να του ψιθυρίζουν ο τόπος, το παρελθόν και ο φίλος του ποιητής.
5
Οι λέξεις,
σηκώνουν πάντοτε στις πλάτες τους
τα βάρη των ανθρώπων.
(Πάθη ανομολόγητα, ψεύδη, σιωπές, αρνήσεις.)
Έτσι όπως σηκώνουνε τα δέντρα τους καρπούς.
Όπως σηκώνει πάνω της η γη, τους τάφους και τις
στάχτες.
Ο χρόνος, με όλους τους αναβαθμούς του, αποτελεί ένα ακόμη δυνατό μοτίβο στα ποιήματα του Τουμανίδη και δίνει τον τίτλο στη δεύτερη υποενότητα, Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΑΡΤΗΣ ΜΑΣ, με πέντε ποιήματα. Όπως στα καβαφικά «Κεριά», ο ποιητής στέκει μελαγχολικός στη γραμμή του χρόνου, κοιτάζοντας πότε πίσω το παρελθόν, πότε μπροστά το μέλλον. Το ταξίδι αυτό τον κερνάει αμφίβολες βεβαιότητες: «Η γεωγραφία των ετών, ιδού, πάνω στο δέρμα» («ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ»), «Ο χρόνος είναι οι στάχτες μας, οι χτύποι της καρδιάς» («ΚΑΙ ΑΚΟΥΓΑ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ»), «Το διαρκές αβέβαιο· η βεβαιότητά μας» («ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»).
Ιδιαίτερη και παράξενη μοιάζει η τρίτη υποενότητα, ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ: Με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Τζελαλεντίν Ρουμί. Αφορμή για τα έξι ποιήματα της υποενότητας υπήρξαν κάποια αποσπάσματα από τον Έλληνα λογοτέχνη του μεσοπολέμου και τον Πέρση ποιητή του 13ου αιώνα. Τα σύννεφα, οι σιωπές, η φυγή, οι πόλεις και η φύση, το ανελέητο πισωγύρισμα στον χρόνο παντρεύονται στην ιδιότυπη αυτή συνομιλία, βάζοντας στην ποιητική παρέα και τον Γιώργο Δελιόπουλο. Αχνοφαίνεται, τελικά, η αισιόδοξη προοπτική της ποίησης που σκάβει στα σκοτάδια, για να θεμελιώσει τη φωτεινή αλήθεια του λόγου «Στ’ αδέσποτα κουρέλια τ’ ουρανού» («ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ»).
Η τελευταία υποενότητα, ΤΑ ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, αποτελείται από εφτά χαϊκού, αγαπημένη ποιητική φόρμα του Χρήστου Τουμανίδη. Τα θέματα που τον απασχόλησαν στις προηγούμενες ενότητες επανέρχονται με τη λιτή και πυκνή εκφραστική δύναμη των δεκαεφτασύλλαβων ποιημάτων. Το γκρίζο κυριαρχεί και πάλι.
5
Αύριο, λέω,
μπορεί και τα χρώματα,
να μας ξεχάσουν!
Η χαρά, ωστόσο, της συνάντησης με τον ομότεχνό του Γιώργο Δελιόπουλο μετριάζει, φωτίζει τη θλίψη και την εγγενή μελαγχολία του Χρήστου Τουμανίδη, όπως θα φανεί και στα ποιήματα όπου η συνομιλία γίνεται φανερή σε όλους.
Η δεύτερη μεγάλη ενότητα της συλλογής (Από τη μεριά του Γιώργου) περιλαμβάνει τρεις υποενότητες και 25 ποιήματα του Γιώργου Δελιόπουλου. Ολιγόστιχα και εδώ τα ποιήματα, σε ελεύθερο, κυρίως, στίχο, με φειδωλή στίξη. Ορατά τα ποιητικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Γιώργου Δελιόπουλου: μειλίχιο ύφος, υπαινικτικός τόνος, εσωτερικότητα, υπαρξιακή αγωνία για τον χρόνο και την ανθρώπινη ζωή, στοχασμός πάνω στην ίδια την ποίηση, τολμηρή εικονοπλασία, συναισθηματικός πλούτος.
Αφόρμηση η γη της Εορδαίας, καθώς ο πραγματικός τόπος μετουσιώνεται σε λογοτεχνικό χώρο, όπου αποτυπώνεται η σχέση του ανθρώπου με τον τόπο του γενικά, όπου κι αν βρίσκεται αυτός. Δημιουργήματα της εποχής και του τόπου μας οι άνθρωποι· κάθε τόπος μάς μιλάει, επηρεάζοντας τις σκέψεις, τα όνειρα, τις αγωνίες μας. Με μια τρυφερή ευαισθησία ο Δελιόπουλος αφουγκράζεται τις άηχες λέξεις, τις βουβές κραυγές, τα αγέννητα όνειρά μας και ντύνει με λόγο τις σιωπές.
Στην πρώτη υποενότητα, ΜΙΚΡΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, εφτά σύντομα ποιήματα αποτυπώνουν, σε κλιμακωτή χρονική πορεία από το ξημέρωμα της Δευτέρας έως τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, τις μέρες της καθημερινής ζωής στην πόλη. Η πορεία στην πόλη των αντιφάσεων (ρόδα και στάχτες, γκρίζο και χρώματα) κορυφώνεται την Κυριακή –όλη μέρα– όπου ο οικείος, βιωματικός τόπος μετουσιώνεται σε άχρονο, αφηρημένο, καθολικό τόπο. Εκεί, οι καημοί των ανθρώπων δεν έχουν χωροχρονικούς περιορισμούς και γίνονται έναυσμα για ποιητική δράση. Η πρόδηλη συνομιλία του ποιήματος «ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΛΗ ΜΕΡΑ» με το ποίημα «7» της πρώτης υποενότητας του Τουμανίδη «ακουμπά» στην παπαδιαμαντική φράση, «σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου», αφήνοντας, όμως, τη μικρή λάμψη της ποίησης, λυτρωτικό άυλο καταφύγιο, να σκίζει τα σκοτάδια της αγωνίας.
7
…το φοβερό της άγνοιας το βάθος.
Ο νους μου πάλι στα παλιά
και στα μελλούμενα με πάει.
Κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών.
Εκεί που λάμπουν λίμνες
και πολύχρωμα φτερά.
Ζάζαρη, Χειμαδίτιδα, Πετρών.
Τη Βεγορίτιδα; Ακόμα δεν την είδα.
Λίμνες: ανάστροφοι ουρανοί.
Λίμνες: λιμάνια. Λίμνες: χαλασμοί.
Γλυκά πικρά τραγούδια των νερών.
Και των πουλιών η δόξα.
– Γιώργο, ακούς;
Ώς πότε, λες, ώς πότε!
(Πανάρχαιοι των ανθρώπων οι καημοί.)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΛΗ ΜΕΡΑ
στα παλιά και στα ήδη μελλούμενα
κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών
δίπλα σε μαύρα χώματα
εκεί που λάμπουν λίμνες
–η Ζάζαρη, η Χειμαδίτιδα,
η Βεγορίτιδα, οι Πέτρες–
λίμνες ανάστροφοι ουρανοί
λίμνες λιμάνια των στίχων μου
λίμνες καημοί στον βυθό των αιώνων.
Τα δέκα ποιήματα της επόμενης υποενότητας, ΡΟΔΑ ΚΑΙ ΣΤΑΧΤΕΣ, συγκεντρώνουν αιτίες κι αφορμές, παρελθόν και παρόν, ζωντανούς και νεκρούς, πραγματικότητα και ουτοπία. Η εξοντωτική χειρωνακτική δουλειά στα ορυχεία διαλύει κι αλλοτριώνει τον άνθρωπο, ο οποίος, αποκομμένος από την πραγματική ζωή, ακροβατεί μεταξύ ονείρου και πεζής πραγματικότητας («ΕΝΥΠΝΙΟ»). Στο ποίημα «ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΕΣ» –το οποίο διαφέρει τεχνικά από τα υπόλοιπα, καθώς επιχειρεί μια μορφική ισορροπία σε αναπαιστικό μέτρο– το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο, θύμα της μαζοποίησης και αποπροσωποποίησης της πόλης, υποκρίνεται. Μόνο στην απόλυτη μοναξιά τολμά να αγγίξει ή να ψάξει την αλήθεια του, που με τόση επιμέλεια κρύβει ολημερίς.
Ιδιαίτερη μνεία στη γυναικεία μορφή αποτελούν τρία ποιήματα. Η έντονη εικονοπλασία στις «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ» ζωγραφίζει τη μονότονη ζωή που επιφυλάσσει ο τόπος στις γυναίκες. Λόγια, σιωπές, μνήμες στριμώχνονται στη μουντή καθημερινότητα, «και μοιάζει τ’ αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει». Προσωπικά, με συγκλόνισε το «ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ». Μνήμη και ανάμνηση της γιαγιάς όλων μας, της γυναίκας που, βουβή, δεν τολμά να ονειρευτεί· τής απαγορεύεται να μιλήσει, δεν της επιτρέπονται αντιρρήσεις· σκυφτή, δουλεύει ακατάπαυστα, φορτώνεται κατάσαρκα τον λυγμό και τον πόνο, πεθαίνει στα γεράματα με ελάχιστη ζωή. Στην εικόνα της γιαγιάς μπορεί, βέβαια, να χωρέσει κάθε καταπιεσμένος άνθρωπος, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, εποχής.
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Η γιαγιά μου έζησε
με κομμένο λαιμό σιωπηλή
κουβαλώντας αγέννητα όνειρα
έναν πρόσφυγα πόνο στο στήθος
μια βαριά ξενιτιά στην καρδιά
συγυρίζοντας μνήμες στα κάδρα.
Η γιαγιά μου πέθανε
χωρίς να το μάθει ποτέ
αρχές φθινοπώρου στον κήπο
μαζεύοντας κίτρινα φύλλα
θαμμένη στο μαύρο μαντήλι της
με λόγια στα χείλη που πάγωσαν.
Η «ΜΑΝΑ ΤΩΝ ΠΥΡΓΩΝ» και το «ΗΡΩΟ» είναι ποιήματα εμπνευσμένα από γεγονότα της τοπικής ιστορίας, που, όμως, ξεπερνούν το συγκεκριμένο, στοχεύοντας στην οικουμενικότητα και στη διαχρονικότητα. Άλλωστε, σε κάθε πόλεμο, σε κάθε μάχη, σε κάθε σφαγή το ίδιο αβάσταχτος είναι ο πόνος, το ίδιο «παράλογος» φαντάζει ο ηρωισμός. Οι αδύναμοι του κόσμου, οι φτωχοί και κατατρεγμένοι, πρόσφυγες, ξένοι, παιδιά, απομονωμένοι κι αποκλεισμένοι, μπορεί να μην προκαλούν το βλέμμα των πολλών, αγγίζουν, όμως, την πένα του ποιητή («Ο ΦΤΩΧΟΥΛΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», «ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΦΤΑΙΕΙ»).
Η τρίτη υποενότητα, ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΑ, θεωρώ ότι είναι η πιο προσωπική του Γιώργου Δελιόπουλου μέσα στη συλλογή. Η ανάγνωση και μόνο των τίτλων των οχτώ ποιημάτων («Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», «ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΑΓΡΙΩΝ ΣΤΙΧΩΝ», «ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΑ», «ΜΕ ΣΒΗΣΤΑ FM», «ΠΛΑΤΕΙΑ», «ΩΡΑΙΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ», «ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ», «ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΑ») φανερώνει τον αγώνα του ποιητή να ισορροπήσει, να συνταιριάσει το «μέσα» του με την εξωτερική πραγματικότητα, το χθες όχι μόνο με το σήμερα, αλλά και με το αύριο, την ποίηση με τη ζωή. Παρεκκλίνει από τον κανόνα, βαδίζει αβέβαια κόντρα στο ρεύμα, ανάποδα στην παρέλαση νικώντας με την ποίηση τη φθορά, τον θάνατο, τη στάχτη. Απομονώνει τους ήχους που θέλει, προσπαθεί να πετάξει πέρα από την καθημερινή ρουτίνα, αποφασίζει το ταξίδι ρισκάροντας τον προορισμό, «μαγειρεύει» το όνειρο με δική του συνταγή. Προσπαθεί να ακούσει τις άηχες λέξεις, τα ανομολόγητα «θέλω». Έχει το προνόμιο να διακρίνει το ωραίο μέσα στην ασχήμια, το αυθεντικό μέσα στις απομιμήσεις, την καρδιά μέσα στην πέτρα, το τραγούδι μέσα στη σιωπή. Δίνει ραντεβού σε μιαν άνοιξη παντοτινή, ανοίγει αγκαλιά μεγάλη στους καινούριους δρόμους που φτιάχνουν τα παιδιά.
Η τελευταία ενότητα της συλλογής (Από τη μεριά του Χρήστου και του Γιώργου) αποτελεί το ΣΗΜΕΙΟ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ. Τρία ποιήματα της λογοτεχνικής διάδρασης των δύο ποιητών επιστεγάζουν όλα όσα θίχτηκαν στις προηγούμενες ενότητες. «Όταν εφάπτονται οι ανθρώπινοι κύκλοι, είναι μαγεία», γράφει ένα σύνθημα σε τοίχο. Η μαγική στιγμή της πνευματικής συνεύρεσης γεννά στίχους, τραγούδι που το χορογραφούν οι ψυχές. Απλώνουν χέρια και καρδιές, παρασύροντας στον χορό όλους: ζωντανούς και νεκρούς, άγιους κι αμαρτωλούς, ψεύτικους κι αληθινούς. Παίζουν μπάλα με τους στίχους τους μέσα στα χαλάσματα του χθες, στην ομορφιά και την ασχήμια του σήμερα. Γεφυρώνουν το παρόν με το μέλλον με θεμέλιο την ποίηση. Νικούν έτσι τον χρόνο, υπερβαίνουν τον χώρο –όχι, όμως, θριαμβευτές, αλλά ταπεινοί κι ευγνώμονες που τους χαρίστηκε το δώρο αυτό. «Μαντεύοντας αόρατες κινήσεις», «ακούγοντας κρυφούς παλμούς», γράφουν και καθώς γράφει ο ένας, ο άλλος, χιλιόμετρα μακριά, διαβάζει τις λέξεις. «Γυμνάζοντας τις λέξεις να σηκώνουν το ανείπωτο», ξοδεύουν αίμα και καρδιά στο συννεφένιο γαϊτανάκι που τους ενώνει, που το κάνουν τεντωμένο σχοινί, για να ακροβατήσουμε κι εμείς μαζί τους.
Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό καρυοθραύστις, τεύχος 4
Comments