top of page
Αναζήτηση
Ευσταθία Δήμου

Ανάγλυφη | Έλενα Πολυγένη

Η Έλενα Πολυγένη επανέρχεται ποιητικά με την πέμπτη, κατά σειρά, ποιητική της συλλογή που φέρει τον μονολεκτικό και άκρως «ποιητικό», με την έννοια του προερχόμενου και αντλημένου από το λεκτικό της τέχνης, τίτλο Ανάγλυφη. Το επίθετο αυτό και, ιδιαίτερα, το θηλυκό γένος στο οποίο είναι βαλμένο, παραπέμπει ευθέως και ασυναίσθητα σε δύο κατευθύνσεις, οι οποίες, σε κάποιο βαθμό, συμπλέκονται και αλληλεπιδρούν. Πρόκειται, είτε για την ίδια την ποιήτρια και το ψυχοσωματικό της ανάγλυφο που τεχνουργείται κυρίως από τον χρόνο, είτε για την τέχνη, εν προκειμένω την τέχνη της ποίησης, και τον τρόπο με τον οποίο αυτή μορφοποιείται, ούτως ώστε να μπορέσει να αρτιωθεί και να μνημειωθεί. Η εστίαση του ενδιαφέροντος στη μορφή του έργου τέχνης και στον τρόπο, με τον οποίο αυτή αναδεικνύει και φωτίζει το περιεχόμενο, φαίνεται πως, ως εκδοχή, κερδίζει περισσότερο έδαφος, καθώς επικυρώνεται από την ίδια τη μορφή των ποιημάτων που ακολουθεί έναν άλλον δρόμο, ίσως όχι συνήθη και οικείο, οπωσδήποτε όμως γνωστό μέσα στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο, τον δρόμο του πεζόμορφου ποιήματος. Η επιλογή αυτή έχει, βέβαια, τη σημασία και το νόημά της. Η ποιήτρια, δηλαδή, φαίνεται πως αντιλαμβάνεται και υπερασπίζεται, ως ποιητική θέση και άποψη, τη διεύρυνση του ποιητικού σχήματος, την άμβλυνση των ορίων της ίδιας της ποίησης και, εν τέλει, την ελευθερία και τη δυνατότητα του καλλιτέχνη να καινοτομήσει, να πειραματιστεί, να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί σε νέα πεδία και πρακτικές.

Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής είναι αρκετά σύντομα, εκτείνονται, δηλαδή, σε μία περίπου παράγραφο το καθένα. Η συντομία αυτή δεν μπορεί παρά να είναι συνυφασμένη με την πρόθεση της ποιήτριας να καταστήσει το νόημα και το περιεχόμενό τους ιδιαίτερα καίριο και καταλυτικό, να το εντυπώσει στη συνείδηση και το αίσθημα του αναγνώστη. Η στόχευση, όμως, αυτή δεν υπηρετείται μόνο από τη συντομία. Υπηρετείται, κυρίως, από τη μορφή και τη ροή του λόγου, από το ύφος, ρέον μαζί και κοφτό, περιγραφικό και ταυτόχρονα αφηγηματικό, κυρίως, όμως, από την ταλάντευση ανάμεσα στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο. Γιατί αυτό που πραγματοποιείται με τα κείμενα αυτής της συλλογής είναι μια κίνηση, εν είδει εκκρεμούς, ανάμεσα στην πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις και όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, από τη συνήθεια και την πρακτική, και σε ένα αφαιρετικό, καθαρά συμβολικό επίπεδο, όπου όλα ανατρέπονται για να δηλώσουν και να καταδείξουν οτιδήποτε ανατρέπει την πραγματικότητα αυτήν, ό,τι την ξεγυμνώνει για να δείξει την αλήθεια της. Μέσα στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται, πέρα από σκηνές και σκηνικά του καθημερινού ανθρώπινου βίου, στιγμιότυπα που ξεπερνούν τον ρεαλισμό και παρουσιάζονται μέσα από μια μαγική ή, αλλιώς, υπερρεαλιστική άποψη: «Τα δέντρα ψήλωναν κι έμοιαζαν με σκηνή κινηματογράφου. Άνοιξε το στόμα να ζητήσει βοήθεια κι από μέσα ξεχύθηκαν πέτρες και φύλλα. Τα πουλιά στα κλαδιά, της απευθύνονταν σαν ψυχολόγοι» («Πρότυπα», σ. 12).

Στενά συνυφασμένη με την πλευρά αυτή των ποιητικών της κειμένων είναι και η λειτουργία του συνειρμού, της διαδικασίας, δηλαδή, εκείνης, στη βάση της οποίας μια συγκεκριμένη έννοια ή πραγματικότητα ή εικόνα οδηγεί με άκρα ευθύτητα σε μια άλλη, με την οποία διαμορφώνει όχι μόνο έναν σύνδεσμο, αλλά και μια σχέση εξάρτησης, συμπλήρωσης ή ερμηνείας: «Όλοι κοιτούσαν προς μια ορισμένη κατεύθυνση εκτός από κείνη, που ήταν στραμμένη αντίθετα. Οι πάγοι έλιωναν, τα φώτα άναβαν εκτυφλωτικά στα παράθυρα το ένα μετά το άλλο. Πρόσωπα στριμώχνονταν πίσω από τζάμια κοιτώντας τον δρόμο –» («Δύο άκρα», σ. 37). Η τεχνική αυτή, που από τη φύση της εμπεριέχει την κίνηση, αναδεικνύει και μια άλλη πτυχή του ποιητικού –με την έννοια του δημιουργικού– λόγου της Πολυγένη. Πρόκειται για τη σχεδόν κινηματογραφική εκτύλιξη του κόσμου του ποιήματος, την ώθηση και την κίνηση προς έναν στόχο, ένα τέλος, όχι πάντα κατανοητό ή αναμενόμενο, και τη συνακόλουθη συν-κίνηση του αναγνώστη, την εμπλοκή του μέσα στην εκτυλισσόμενη μικροϊστορία, τόσο στο επίπεδο της πρόσληψης, όσο και στο επίπεδο της ταύτισης. Οι κινήσεις που αποτυπώνονται ακολουθούν και αντιστοιχούν ακριβώς στη δόμηση του λόγου, με κάθε πρόταση να συνιστά και ένα βήμα, μια στιγμή προς τα εμπρός, προς τη συνέχεια και τη λύση.

Το σύνολο, λοιπόν, των ποιημάτων της συλλογής συνιστά μια πορεία, το χάραγμα μιας γραμμής, πάνω στην οποία πατά η ποιήτρια για να μπορέσει να αποτιμήσει τη ζωή της ή, καλύτερα, να την προσδιορίσει. Αυτή είναι και η βασική της μέριμνα. Να μπορέσει να χαράξει τους όρους και τα όρια της ύπαρξής της σε συνδυασμό και σε συσχετισμό με την περιβάλλουσα πραγματικότητα. Το μικροσκηνικό, που κάθε ποίημα σχηματίζει και συνιστά, διερευνά και μια εκδοχή του τρόπου, με τον οποίο ο άνθρωπος υπάρχει ή καλείται να υπάρξει, καθώς μέσα από πολλά ποιήματα αναδύεται η παρουσία μιας απαίτησης που μπορεί να προέρχεται από την ίδια τη ζωή ή τους ανθρώπους της και έχει πάντοτε στόχο τον έλεγχο, την καθοδήγηση, την υπαγόρευση των κατευθυντήριων γραμμών, πάνω στις οποίες πρέπει να κινείται το ποιητικό υποκείμενο. Η γραμμή, μάλιστα, ως ιδέα, εικόνα ή σύμβολο εμφανίζεται συχνά μέσα στο ποιητικό σύμπαν, για να συμβολίσει όχι μόνο τη ροή του χρόνου, αλλά και το ανεξίτηλο πέρασμα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, του καλλιτέχνη μέσα στην τέχνη, του λόγου μέσα στην ποίηση: «Οι γραμμές γίνονταν αντιληπτές μόνο με την αφή και το χέρι της έτρεμε καθώς τις ένιωθε ευθείες και παράλληλες. Και πήρε το σφουγγάρι να σβήσει αυτές τις γραμμές όμως αυτό απλώς τις καθάριζε» («Μνήμη», σ. 11). Η συνεχής και συχνή επανεμφάνιση της γραμμής διαμορφώνει επίσης ένα νήμα που συνέχει τα ποιήματα μεταξύ τους, αλλά και ένα δίχτυ που τα καλύπτει, για να συναποτελέσουν έναν ιδιαίτερο κόσμο που, μεταξύ άλλων, μπορεί να συμβολίζει ή να παραπέμπει στην παγίδευση του ανθρώπου μέσα στο εξωτερικό περιβάλλον, αλλά και μέσα στον χρόνο.

Ο χρόνος είναι, ίσως, η βασικότερη θεματολογική παράμετρος στην ποίηση της Πολυγένη, αν και χωρίς να προβάλλεται κατά τρόπο άμεσο και εμφανή. Στην πραγματικότητα, το στοιχείο εκείνο που απασχολεί και μεταστοιχειώνει η ποιήτρια είναι η προοπτική της εξαφάνισης, του «σβησίματος» του ανθρώπου μέσα σε μια επώδυνη απροσδιοριστία. Η ποίηση της Πολυγένη, βέβαια, παρουσιάζεται αρκετά ψύχραιμη, στοιχείο, άλλωστε, που προσιδιάζει στον πεζό λόγο, οι εσωτερικές δονήσεις, όμως, είναι υπαρκτές και μεταδίδονται στον αναγνώστη υποδόρια και χωρίς εξωτερικές εξάρσεις. Παράλληλα με τον χρόνο, εκείνο που διερευνάται είναι οι συνθήκες της ζωής, όπως αυτές προσδιορίζονται και μορφοποιούνται όχι τόσο από τους ανθρώπους, όσο από την αντίληψή τους, από τη βιοθεωρία τους και από το όραμά τους για τον κόσμο. Από τις διαπιστώσεις αυτές, συνήθως πικρές, προκύπτει ένα αίσθημα απογοήτευσης και λύπης, που εμποτίζει την ποιητική σκέψη και έκφραση της ποιήτριας και μετατρέπει τον λόγο της σε μια κατάθεση ψυχής, έναν απολογισμό και μια απολογία ενός πνεύματος και ενός βλέμματος που δεν τυφλώνεται από τα ψεύτικα φώτα που αστράφτουν γύρω, αλλά ανατέμνει με τη βοήθεια μιας ακονισμένης κρίσης και μιας οξυμμένης φαντασίας την ανθρώπινη συνθήκη: «Ποτέ δεν θα κοιμόταν ξανά, τα μάτια της θα έμεναν πάντα ανοιχτά να ψάχνουν απαντήσεις σε αινίγματα, δεν θα απέστρεφε πια το βλέμμα από καμία εικόνα κι οι συναναστροφές θα γίνονταν πιο δύσκολες μέρα τη μέρα. Η απόφαση πάρθηκε και κανένα χέρι δεν ήταν γραφτό να την αλλάξει» («Τρέλα», σ. 49).

Το ενδιαφέρον σε αυτήν την περίπτωση είναι η παράδοξη αίσθηση ότι η ποιήτρια, παρόλο που εκκινεί από την προσωπική της εμπειρία και θλίψη, από το δικό της βίωμα, τη δική της φαντασίωση, δεν οδηγείται σε μια ποίηση αυτοαναφορική που θα αδυνάτιζε ενδεχομένως την καθολική αλήθεια που εκείνη θέλει να αποκαλύψει και να μεταδώσει. Δημιουργείται, λοιπόν, η εντύπωση ότι το πρόσωπο που μιλά είναι μάλλον ένα προσωπείο, πίσω από το οποίο τοποθετείται και η ποιήτρια, αλλά και κάθε άλλη ανθρώπινη ύπαρξη.


Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό καρυοθραύστις, τεύχος 7

1 Προβολή0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page